Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης \”I have kept hold of my life\” -Epiphany Poetry: Giorgos Seferis Music: Mikis Theodorakis Performance: Antonis Kaloyannis ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΑΝ ΑΡΧΑΙΟΣ ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΨΑΛΜΟΣ, ΠΟΥ ΣΥΝΔΥΑΖΕΙ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΗΣΗ -ΜΕ ΠΥΚΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ- ΕΠΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΨΟΓΗ ΕΚΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ. Τ\’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ\’ ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά• τ\’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ\’ άστρο ο Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς, καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει. Κράτησα τη ζωή μου• στ\’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν, μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή, δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής. (ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄) Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ\’ αγγίζει στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου, μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή, βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα. Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου. Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
Χρησιμοποιούμε cookie για την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων, την παροχή λειτουργιών κοινωνικών μέσων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Αποδέχεστε το cookie; ΑποδοχήΠερισσότερα
Ιδιωτικότητα & Cookies
Privacy Overview
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these cookies, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are as essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may have an effect on your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Ιαν 18 2015
ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Α΄ * ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: ΕΠΙΦΑΝΙΑ
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης \”I have kept hold of my life\” -Epiphany Poetry: Giorgos Seferis Music: Mikis Theodorakis Performance: Antonis Kaloyannis ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΑΝ ΑΡΧΑΙΟΣ ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΨΑΛΜΟΣ, ΠΟΥ ΣΥΝΔΥΑΖΕΙ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΗΣΗ -ΜΕ ΠΥΚΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ- ΕΠΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΨΟΓΗ ΕΚΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ. Τ\’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ\’ ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά• τ\’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ\’ άστρο ο Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς, καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει. Κράτησα τη ζωή μου• στ\’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν, μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή, δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής. (ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄) Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ\’ αγγίζει στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου, μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή, βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα. Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου. Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
Σχετικά
Related Videos
Κοινοποιήστε:
Σχετικά
By patha • • 0