Νέες Τεχνολογίες και μέσα επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία

Διπλ.Μηχανολόγος Μηχανικός MSc,, Εκπαιδευτικός ΕΠΑ.Σ ΑΙΓΑΛΕΩ,Υπ.Διδάκτωρ E-mail: ezogo@otenet.gr

tpeΚύριος στόχος του άρθρου αυτού είναι να παρουσιάσει τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς και να εντοπίσει προσεγγιστικά τις επιπτώσεις και μεταβολές που επέρχονται από την εισαγωγή και χρήση των νέων αυτών τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία,αναδεικνύοντας τόσο τη θετική,όσο και την αρνητική τους όψη, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η διερεύνηση των επιπτώσεων και η εύρεση των κατάλληλων διδακτικών και παιδαγωγικών αρχών και μεθοδολογιών με απώτερο σκοπό τη βελτίωση και προαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τη συμβολή των νέων τεχνολογιών.

Λέξεις κλειδιά: νέες τεχνολογίες,μέσα επικοινωνίας,εκπαιδευτική διαδικασία,διαδίκτυο

Εισαγωγή
Η ταχύτατη διείσδυση της Πληροφορικής σε όλους τους τομείς και η επιτυχία των νέων τεχνολογιών της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών τα τελευταία είκοσι χρόνια βασίζεται, κατά κύριο λόγο, πάνω σε τρία σημεία τα οποία ορίζουν ταυτόχρονα και τον καινοτόμο χαρακτήρα τους: προσομοίωση (simulation), αλληλεπιδραστικότητα (interactivity), πραγματικός χρόνος (real time). Η πραγματικότητα αναπαράγεται από τον υπολογιστή, τρισδιάστατα, με εκπληκτικό και άγνωστο μέχρι τώρα ρεαλισμό (Ζωγόπουλος 2005). Σε αντίθεση με τα πρώτα υπολογιστικά συστήματα, όλες οι σύγχρονες εφαρμογές του υπολογιστή εμπλέκουν τον άνθρωπο στην αυτοματοποιημένη διαδικασία. Ολοένα και περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες (εργασία, καθημερινή ζωή, κατάρτιση, έρευνα) χρησιμοποιούν συστήματα επικοινωνίας ανθρώπου – ¬μηχανής. Η μετάδοση δεδομένων σε μεγάλες αποστάσεις με πολύ υψηλές ταχύτητες, αλλάζει τις παραδοσιακές δομές επικοινωνίας και εργασίας.

Στα πλαίσια αυτά, δημιουργείται μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα όπως:
• ποιες αλλαγές λαμβάνουν χώρα με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών;
• ποιοι τομείς είναι αυτοί που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις;
• ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της ένταξης και διείσδυσης των τεχνολογιών στις ανθρώπινες δραστηριότητες;
• είναι έτοιμες οι διάφορες κοινωνίες να δεχθούν τις ραγδαίες αυτές αλλαγές;
• με ποιους τρόπους θα ενταχθούν οι τεχνολογίες στην κοινωνική οργάνωση ώστε να μην οξυνθούν τα κοινωνικά προβλήματα και να μη δημιουργηθούν νέα; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορούν να προκύψουν εύκολα και άμεσα όπως γίνεται αντιληπτό, λόγω του πολυδιάστατου και πολυμορφικού χαρακτήρα τους. Στην εισήγηση αυτή, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε και να αναφέρουμε τις μεταβολές που επέρχονται με την εισαγωγή και χρήση των νέων τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Ένταξη των Νέων Τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία
Αρχικά, αναφορικά με τις προεκτάσεις της επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η διδασκαλία που στηρίζεται σε αμφίδρομη επικοινωνία έχει τα εξής θεμελιώδη γνωρίσματα: η δράση του εκπαιδευτικού είναι ορθολογική και συστηματική, η κωδικοποίηση προσαρμόζεται στο επίπεδο των εκπαιδευόμενων, η λήψη και αποκωδικοποίηση του μηνύματος επιτυγχάνεται με ενεργητική συμμετοχή του εκπαιδευόμενου. Η διδασκαλία αρχίζει με συνειδητή απόφαση που αφορά σκοπούς και περιεχόμενο, μετασχηματισμό του περιεχομένου σε μορφή κατανοητή εκ μέρους των εκπαιδευόμενων, παρουσίασή του στην αίθουσα διδασκαλίας και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που οδηγεί σε αυτεπίγνωση και επανάδραση. Άρα,η διδασκαλία πρέπει να στηρίζεται σ” ένα εκλογικευμένο σχέδιο δράσης. Ένα τέτοιο σχέδιο έχει ως προϋπόθεση βαθιά γνωσιολογική υποδομή η οποία επιτρέπει και στηρίζει τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο εκπαιδευτικός. Ο προβληματισμός αυτός σχετίζεται τόσο με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της εκπαίδευσης όσο και με την πορεία πραγμάτωσής τους. Το κρίσιμο σημείο της γνωσιολογικής βάσης είναι η τομή περιεχομένου και παιδαγωγικής προσέγγισης δηλαδή, η ικανότητα του εκπαιδευτικού να μετασχηματίζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας που αυτός κατέχει σε μορφές οι οποίες από παιδαγωγική άποψη, είναι δυναμικές (Ζωγόπουλος 2001). Η επικοινωνία, η συνεργασία, η διαδραστικότητα και η όλη δόμηση και οργάνωση της γνώσης δεν έχουν το ίδιο νόημα για όλους (Hofstede 1996).

Η διδασκαλία λαμβάνει το χαρακτηρισμό της σκόπιμης ενέργειας από τρεις επιμέρους ενέργειες. Πρώτο, αυτή αρχίζει με πρόθεση πραγμάτωσης συγκεκριμένων στόχων. Στο τέλος της διδασκαλίας αναμένεται ότι ο εκπαιδευόμενος θα μπορεί να επιδεικνύει συμπεριφορά (δηλαδή να λέγει ή να δρα) την οποία δεν είναι σε θέση να επιδείξει κατά την έναρξη της διδασκαλίας. Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται με γνωστικές λειτουργίες και συναισθηματικές καταστάσεις ή αφορά δεξιότητες. Δεύτερο, επιδιώκεται κατά συστηματικό τρόπο η πραγμάτωση των στόχων με μεθοδευμένη κωδικοποίηση και αποτελεσματική μετάδοση. Αποφασίζονται δραστηριότητες και επιλέγονται μέσα τα οποία αναμένεται να διευκολύνουν την πραγμάτωση των στόχων. Η αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων αυτών και των μέσων διακριβώνεται συνεχώς κατά την διάρκεια της πορείας και γίνονται οι απαραίτητες διορθωτικές παρεμβάσεις. Περαιτέρω, η επεξήγηση – παρουσίαση νέων γνώσεων και πληροφοριών γίνεται με εμπεριστατωμένες παρεμβάσεις οι οποίες συνδυάζουν λεκτική και εκφραστική συμπεριφορά, ακριβώς για να είναι αποτελεσματικές. Τρίτο, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων είναι τόσο συνεχής όσο και τελική και προγραμματισμένη εκ των προτέρων. Στόχος της αξιολόγησης είναι η διακρίβωση του βαθμού στον οποίο πραγματώθηκαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα της διδασκαλίας. Υπό το πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης θα κριθεί η αναγκαιότητα επανάδρασης και θα μεθοδευτεί η νέα παρέμβαση.

Έχοντας κατά νου το αναμενόμενο αποτέλεσμα της διδασκαλίας προχωρούμε στον περαιτέρω προγραμματισμό της. Ο προγραμματισμός ταυτίζεται με την κωδικοποίηση. Στη φάση αυτή της διαδικασίας αποφασίζονται οι βασικές ιδέες του περιεχομένου και η σειρά με την οποία αυτές θα αναλυθούν, ορίζονται οι δραστηριότητες στις οποίες θα εμπλακεί ο εκπαιδευτικός και οι μαθητές, επινοούνται τα παραδείγματα που θα χρησιμοποιηθούν, επιλέγονται τα κατάλληλα διδακτικά μέσα και μελετάται η λεκτική συμπεριφορά που θα ισχύσει κατά τη φάση της μετάδοσης. Η κωδικοποίηση ως σύνολο αποφάσεων αφορά ουσιαστικά “μετασχηματισμό” που επιχειρεί ο εκπαιδευτικός. Ο μετασχηματισμός αυτός έχει την έννοια της αναζήτησης εκείνων των δραστηριοτήτων, παραδειγμάτων, διδακτικών μέσων και λεκτικής συμπεριφοράς τα οποία θα βοηθήσουν τους μαθητές να διεισδύσουν στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και να το κατανοήσουν. Με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός καλύπτει τις μορφές επεξήγησης των βασικών ιδεών και τις δραστηριότητες που πρέπει να αναπτυχθούν για πραγμάτωση των διδακτικών στόχων. Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η κωδικοποίηση ως δραστηριότητα προγραμματισμού της διδασκαλίας έχει ιδιαίτερη σημασία αφού η σχέση της με την πραγμάτωση των διδακτικών στόχων είναι άμεση.

Η κωδικοποίηση είναι αποτελεσματική όταν λαμβάνεται υπόψη ο πληθυσμός προς τον οποίο αυτή απευθύνεται και συγκεκριμένα οι προϋπάρχουσες γνώσεις επί του θέματος και οι δυνατότητες επέκτασης των γνώσεων αυτών με βάση το εξελικτικό στάδιο του μαθητικού πληθυσμού. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η αποτελεσματικότητα της κωδικοποίησης είναι συνάρτηση της παιδαγωγικής ενημερότητας του εκπαιδευτικού, της γνώσης του περιεχομένου και των τρόπων παρουσίασής του. Οι επικοινωνιακές δεξιότητες του εκπαιδευτικού αποτελούν σημαντικό συντελεστή της διδασκαλίας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας γενικότερα (McCrosky & Richmond & Bennett 2006). Αναφερόμαστε σε δυο προϋποθέσεις της αποτελεσματικής διδασκαλίας: πρώτη, ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει βαθιά γνώση του γνωστικού αντικειμένου της διδασκαλίας και, δεύτερη, πρέπει να έχει σπουδάσει τρόπους και μορφές παρουσίασης αυτού του γνωστικού αντικειμένου που είναι κατανοητές από το συγκεκριμένο μαθητικό πληθυσμό. Η τελευταία αυτή παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σε κάθε επικοινωνιακή πράξη ο πομπός πρέπει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να προσαρμόσει την επικοινωνιακή του προσπάθεια στα ειδικότερα χαρακτηριστικά του δέκτη. Η επικοινωνιακή πράξη είναι ένας συνεχής συνδυασμός λήψης και μετάδοσης μηνυμάτων μεταξύ πομπού και δέκτη (Μακκουείλ & Βιντάλ 2000). Με αυτή την έννοια η κωδικοποίηση μηνυμάτων είναι μια συνεχής πορεία, η οποία υπαγορεύεται από το βαθμό ορθής αποκωδικοποίησης. Η προηγούμενη εμπειρία και οι προϋπάρχουσες γνώσεις του δέκτη είναι ουσιαστικής σημασίας για την αποκωδικοποίηση του μηνύματος και πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της κωδικοποίησης. Προϋπάρχουσα και νέα γνώση η οποία προκύπτει από την επικοινωνία συμψηφίζονται και δίvoυv μια νέα προοπτική στην επικοινωνιακή προσπάθεια. Η αξιοποίηση αυτής της νέας προοπτικής αποτελεί την ουσία της θεωρίας της συνάφειας. Η θεωρία προνοεί ότι το άτομο αξιοποιεί κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας τις γνώσεις που κατέχει, κατανοεί νέες πληροφορίες και εναρμονίζει προϋπάρχουσα και νέα γνώση. Κατ” αυτό τον τρόπο η επικοινωνιακή πράξη γίνεται μια δυναμική αρένα στην οποία μεγιστοποιείται η προσπάθεια του πομπού και του δέκτη και επαυξάνεται η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας.

Η διδασκαλία νοείται επίσης ως ενεργητική πρόσκτηση και πρέπει να έχει αμφίδρομο χαρακτήρα. Η κωδικοποίηση πρέπει να είναι μεθοδική και η μετάδοση του μηνύματος άρτια και να επιτυγχάνεται τόσο με λεκτική όσο και εκφραστική συμπεριφορά.

Η εκπαίδευση επιδιώκει την καλύτερη δυνατή επαφή με τις σύγχρονές κοινωνικές ανάγκες του αυριανού πολίτη για ψυχαγωγία, εργασία, ενημέρωση, συμμετοχή, παρέμβαση, δημιουργία, καθώς ως κοινωνικός θεσμός βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Κατά συνέπεια, κάθε δεδομένο εκπαιδευτικό μοντέλο αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ κάθε ζητούμενο εκπαιδευτικό μοντέλο προβάλλεται ως όραμα μιας άλλης κοινωνίας (Μπαλάσκας 1989).

Στο πλαίσιο όπου είναι τοποθετημένη η εκπαιδευτική διαδικασία, συναρθρώνονται κύρια ιστορικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, οικογενειακές, χωροχρονικές, διδακτικές και παιδαγωγικές συνιστώσες, οι οποίες εμπλέκονται μεταξύ τους.

Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ιεραρχημένο τόσο οριζόντια, με τις κατευθύνσεις σπουδών, όσο και κάθετα, με τα επίπεδα γνώσεων, τις τάξεις και τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Με βάση τις κοινωνικές αξίες που συνδέονται με τη σχολική κατεύθυνση ή με τον τύπο μόργωσης, γεννιούνται κανόνες που διέπουν τις συμπεριφορές μαθητών και εκπαιδευτικών (Ποστίκ 1995).

Οι νέες τεχνολογίες και μέσα έκφρασης, παρέχουν νέες προοπτικές και ένα ευρύ φάσμα νέων διδακτικών και μαθησιακών πεδίων. Επιφέρουν αλλαγές στις παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας των ατόμων και στις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Όλα εκείνα τα μέσα που έχουν αναπτυχθεί για να επικοινωνούμε, αποκτούν ηλεκτρονική διάσταση. Έτσι, ο δέκτης των μηνυμάτων είναι ταυτόχρονα και χρήστης και η σχέση του με τον πομπό είναι αμφίδρομη, με αποτέλεσμα τα άτομο να αντιλαμβάνεται και να συναισθάνεται τον γύρω κόσμο ως χρήστης και αναμεταδότης της πληροφορίας που μόλις απέκτησε (Καϊμάκη 1997). Η επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων και η υποστήριξη που παρέχουν οι εκπαιδευτές στους εκπαιδευόμενους, συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας (Frymier & Houser 2000). Η απόφαση για την επιλογή εκείνων των μέσων διδασκαλίας και μάθησης που θεωρούνται απαραίτητα είναι σημαντική, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί ο μαθητής σε συγκεκριμένα αισθητηριακά κανάλια, τα οποία θα προωθήσουν αποτελεσματικότερα τη μάθηση και μέσω αυτών θα αφυπνιστούν ορισμένες συγκεκριμένες και καθορισμένες ικανότητες (Κοσσυβάκη 1997).

Η πολυεπίπεδη τεχνολογική ανάπτυξη και εξέλιξη της ψηφιακής εποχής υποδεικνύει ότι οφείλουμε να αναθεωρήσουμε την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον κοινωνικό μηχανισμό. Η ενδυναμωτική φύση του ψηφιακού κόσμου, η πρόσβαση, η κινητικότητα και η ικανότητά του να πραγματοποιεί αλλαγές, είναι αυτό που κάνει το μέλλον να φαίνεται τόσο διαφορετικό από το παρόν (Νεγρεπόντης 1995). Από τις πολλαπλές ορθολογικές προσεγγίσεις, οφείλουμε να επισημάνουμε τις πολύπλοκες σχέσεις οι οποίες καθιερώνονται ανάμεσα στις καινούριες τεχνικές και στις μεταβολές που διαπιστώνεται ότι επέρχονται στις κοινωνικές δομές. Σχέσεις που δεν επιτρέπουν την εφαρμογή μιας μονομερούς – μονοσήμαντης αιτιότητας ανάμεσα στις νέες τεχνολογίες και την κοινωνία, μια και ποικίλοι μηχανισμοί διαγράφονται και υλοποιούνται.

Ας σταθούμε όμως και ας εστιάσουμε στο χώρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που είναι και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης μας, και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τι συμβαίνει με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και μέσων έκφρασης στο χώρο αυτό. Κάθε φορά που μια νέα ανακάλυψη έρχεται στο φως, ξεκινούν συνήθως δυο τύπων αντιδράσεις:
Η πρώτη είναι η άκρατη ευφορία για το πόσο η νέα ανακάλυψη θα αλλάξει τη ζωή μας προς το καλύτερο.
Η δεύτερη, είναι η επισήμανση όλων εκείνων των πραγμάτων που θα μεταβληθούν και θα χαθούν με την είσοδο των νέων δεδομένων.

Η αλήθεια και οι πραγματικές της διαστάσεις βρίσκονται συνήθως στη κάπου ενδιάμεσα. Εκεί όπου τα γεγονότα φιλτράρονται από τη σωστή πληροφόρηση και κατανόηση του τι ακριβώς είναι αυτό που εισήλθε στη ζωή μας. Έτσι λοιπόν και η είσοδος των νέων τεχνολογιών και μέσων έκφρασης, κρύβει δυο πλευρές. Την θετική και την αρνητική. Αναλυτικότερα:

Πλεονεκτήματα από τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία
Ξεκινώντας από τη θετική πλευρά, και συνοπτικά αναφερόμενοι, είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε (χρησιμοποιώντας έγκυρες βιβλιογραφικές αναφορές τις οποίες και παραθέτουμε στο όλο κείμενο), ότι οι νέες τεχνολογίες και μέσα έκφρασης στην εκπαιδευτική διαδικασία:

  • βοηθούν τον εκπαιδευτικό να συμπεριλάβει την παιδαγωγική αξιοποίηση των υπολογιστικών εργαλείων στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να καταστήσει το νέο ’’ηλεκτρονικό’’ εκπαιδευτικό σύστημα κατανοητό, και να δημιουργήσει μια κατάλληλη προσέγγιση στη δημιουργική και συνεχιζόμενη εκμάθηση, η οποία να θέτει αυτές τις νέες διαδικασίες σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο. Επίσης, ο εκπαιδευτικός οφείλει να ενεργεί ως πηγή γνώσεων με μελλοντικές προοπτικές, φιλτράροντας τον τεράστιο όγκο κατακερματισμένων πληροφοριών που συναντούν οι μαθητές τόσο εντός όσο και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος, εξαιτίας της χρήσης της πληροφορικής τεχνολογίας. Ο εκπαιδευτικός καλείται να μάθει τους μαθητές τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Όποιο και να είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι σε θέση να μεταφέρει στους μαθητές την έννοια της εξέλιξης του θέματος αυτού, προκειμένου να προσφέρει ένα λόγο σκέψης με συνεχή και αδιάσπαστο τρόπο.
  • δημιουργούν νέους ρόλους και σχέσεις τόσο για τον εκπαιδευτικό (σύμβουλος, οργανωτής, καθοδηγητής, συντονιστής), ο οποίος πάντως παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όσο και για τον εκπαιδευόμενο (ερευνητής), αλλά και γενικότερα για τη σχολική κοινότητα, η οποία αναδιαμορφώνεται και αναπροσαρμόζεται στις νέες ανάγκες της εκπαίδευσης. Ο μαθητής πρέπει να σχηματίσει το σωστό πρότυπο αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται στην πραγματικότητα μια διδακτική ενότητα. Πρέπει επίσης να αντιληφθεί τις πηγές και την ανάπτυξη της γνώσης και των συστημάτων της γνώσης, καθώς και να εξοικειωθεί με τις διανοητικές και δημιουργικές διαδικασίες και δεξιότητες. Πρέπει να γίνει ερευνητής και να ανακαλύπτει στρατηγικές σχεδιασμού. Η εκπαιδευτική διαδικασία από δασκαλοκεντρική μετατοπίζεται σε μαθητοκεντρική και ομαδοσυνεργατική (Ματσαγγούρας 2004). Ο μαθητής μαθαίνει να εκφράζεται χρησιμοποιώντας τις φόρμες της γλώσσας με την οποία επικοινωνεί με τον υπολογιστή, ενώ αποκτά μια βαθιά και δημιουργική σχέση με τα συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα στα οποία εκπαιδεύεται. Έτσι, ο όρος μαθητοκεντική εκπαίδευση περιγράφει μια έννοια και μια πρακτική που έχει διπλή εστίαση στους μαθητές ατομικά, στα ενδιαφέροντα τους, τις δυνατότητές τους και τις ανάγκες τους, αλλά και σε διδακτικές πρακτικές πιο αποτελεσματικές για υψηλή παρακίνηση που ευνοεί τη συνεργατική, διερευνητική, βιωματική δημιουργική και ουσιαστική μάθηση (McComps & Vakili 2005).
  • διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά του νέου, ηλεκτρονικά δικτυωμένου μαθησιακού περιβάλλοντος και τις νέες σχέσεις στις έννοιες πληροφόρηση – γνώση – μάθηση, οι οποίες έχουν διακριτό περιεχόμενο, διαφοροποιώντας και αναπροσαρμόζοντας έτσι το παραδοσιακό μοντέλο διδασκαλίας το οποίο κατά κύριο λόγο βασίζεται στο βαθμό συνεργασιμότητας μεταξύ εκπαιδευτικού – εκπαιδευόμενου, στα πλαίσια της χωροχρονικής έννοιας τάξη. Υπό το πρίσμα αυτό, η εκπαιδευτική διαδικασία οφείλει να εξασφαλίσει εκείνα τα εφόδια τα οποία θα την καταστήσουν ικανή να αντεπεξέλθει στο νέο μαθησιακό περιβάλλον, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου αποτελεί η συνεχής προσπάθεια δημιουργικής ένταξης σ’ ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο. Η σχολική κοινότητα θα πρέπει να παρέχει κατάλληλες στάσεις, γνώσεις και δεξιότητες στο νέο αυτό κοινωνικό πλαίσιο.
  • δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για σχολικό κλίμα συνεργασίας, επικοινωνίας, ανατροφοδότησης, διάχυσης γνώσης, ανταλλαγής εμπειριών. Αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο που βοηθά και ενισχύει τον τρόπο σκέψης, οργάνωσης, κατανόησης και επίλυσης προβλημάτων και διαχείρισης πληροφοριών. Βοηθούν τα μέλη και τους παράγοντες της σχολικής κοινότητας να ενημερωθούν, να ψυχαγωγηθούν, να προβληθούν, να συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες και υπηρεσίες.
  • συνδέουν την τεχνική με τη γενική εκπαίδευση και αξιοποιούν τη διδασκαλία στο εργαστήριο. Δημιουργούν οργανική σύζευξη τεχνικής – παιδαγωγικής κουλτούρας και υπερβαίνουν το κατά πολλούς διχαστικό σχήμα θεωρία – πράξη.
  • διευκολύνουν, μέσω της δύναμης και της δυναμικής της εικόνας, την ανακάλυψη όρων και εννοιών που στη θεωρία γίνονται δύσκολα αντιληπτές. Η εικόνα είναι σε θέση να παρέχει μια δυναμική μετάδοση της πληροφορίας.
  • βελτιώνουν την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και τη δυναμική διάχυση της γνώσης. Μειώνουν τον πληροφορικό αναλφαβητισμό, ενώ συμβάλλουν καθοριστικά στη συστηματική αξιοποίηση και υποστήριξη των μαθημάτων μέσω του κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού για κάθε γνωστική περιοχή και αναβαθμίζουν την ευελιξία εφαρμογής μεθόδων διδασκαλίας.
  • δρουν συμπληρωματικά στο μαθησιακό περιβάλλον, ενεργοποιώντας τη συμμετοχή, τις αισθήσεις, το ενδιαφέρον και την αυτενέργεια του εκπαιδευόμενου. Συμβάλλουν στη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, στην ανάπτυξη των γενικών ικανοτήτων των μαθητών (πρωτοβουλία, επινοητικότητα, συνεργασιμότητα, υπευθυνότητα, προσαρμοστικότητα, επιδεξιότητα, αισθητική αντίληψη), των καινοτομικών ικανοτήτων καθώς και στην εφαρμογή ενεργητικών μεθόδων μάθησης. • παρέχουν τη δυνατότητα διασύνδεσης των πληροφοριών και ’’πλοήγησης’’ στη γνώση, ανάλογα με τη διάθεση ή και την περιέργεια του μαθητή.
  • προάγουν την επίκαιρη γνώση, την επικοινωνία, τη συνεργασία, την πρωτοβουλία, τη γνωριμία με άλλες γλώσσες, πολιτισμούς, ήθη και έθιμα.
  • ενθαρρύνουν το ρόλο του εκπαιδευτικού ως οργανωτή της διαδικασίας μάθησης και αξιολόγησης, μέσα από σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις, αλλά και το ρόλο του μαθητή μέσα από σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις που αφορούν σύνταξη εργασιών, παρουσίαση ομαδικών εργασιών, διερεύνηση μέσω πειραματικών διαδικασιών, κ α. Παρέχουν μ’ αυτό τον τρόπο στο μαθητή αύξηση της πρόσβασης σε πληροφορίες, αύξηση της απόδοσης, βελτίωση της ποιότητας των εργασιών, αύξηση του βαθμού αυτονομίας και ενδυνάμωση του πνεύματος συνεργατικότητας.
  • προάγουν, εκτός από τη συνεργατική μάθηση, την αυτοεκπαίδευση, την παιδαγωγική και διδακτική προσέγγιση της γνώσης με ελκυστικό και φιλικό τρόπο, καθώς και την ευγενή άμιλλα, ενισχύοντας την κριτική στάση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων.
  • συντελούν στον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών ως προς το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία, κάνοντάς τα ευέλικτα και με υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας.
  • βελτιώνουν τις γνωστικές ικανότητες, τα ατομικά προσόντα (αυτοπεποίθηση, κοινωνική επικοινωνία), καθώς και την ανάπτυξη κινητικών δεξιοτήτων σε μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες .
  • βοηθούν τους εκπαιδευόμενους να οικοδομούν τις ιδέες τους με εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης και ευνοούν την αμεσότητα πρόσβασης.
  • επαναπροσδιορίζουν τις κοινωνικές δομές και μετατοπίζουν το κέντρο βάρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διαμορφώνοντας έτσι νέους όρους στο ’’διδακτικό και παιδαγωγικό συμβόλαιο’’.
  • ωφελούν τη διαχείριση της γνώσης και αποτελούν το εργαλείο και το μέσο για τη δημιουργία του σχολείου του μέλλοντος με σαφή και διακριτό ρόλο για όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας τα οποία εμπλέκονται ενεργά και τα οποία καλούνται να προσαρμοστούν στη νέα κουλτούρα και συμβάσεις που η χωροθετημένη κοινότητα θέτει. Ανανεώνουν τον παιδαγωγικό προβληματισμό και εξοπλίζουν καλύτερα τα μέλη της μαθητικής κοινότητας στις νέες προκλήσεις.
  • βελτιώνουν τη διαδικασία της αγωγής, καθώς η αγωγή επιτυγχάνεται μόνο εφόσον επιτευχθεί αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου. Αποτελεσματική επικοινωνία επιτελείται όταν ο εκπαιδευτικός (δέκτης), ερμηνεύει τα μηνύματα όπως τα εννοεί ο εκπαιδευτικός(πομπός). Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να κωδικοποιήσει το μήνυμα που επιθυμεί να μεταδώσει, χρησιμοποιώντας σύμβολα τα οποία ο μαθητής είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσει με ακρίβεια, έτσι ώστε να ερμηνεύσει τα μηνύματα όπως ακριβώς τα εννοεί ο εκπαιδευτικός. Με τον τρόπο αυτό, αναπτύσσεται μια αμφίδρομη, αλληλοδραστική επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου.
  • συμβάλλουν στη διαμόρφωση ατόμων με ελεύθερη, υπεύθυνη και δημιουργική προσωπικότητα, που θα προωθούν συνεργασιακά την ανάπτυξη της κοινωνίας, στην ανθρωπιστική, φιλοσοφική και παιδαγωγική της διάσταση.
  • παρέχουν στο μαθητή σύγχρονη επιστημονική γνώση και μεθοδολογία, με αναπροσαρμογή στις εξελίξεις. Η μάθηση επιτυγχάνεται με βάση την ενεργή και βιωματική ανακάλυψη και αποτίμηση της γνώσης και των αξιών. Οι νέες τεχνολογίες και μέσα έκφρασης βοηθούν το μαθητή να καλλιεργήσει τις αναπτυξιακές του ανάγκες (διανοητική, συναισθηματική, ψυχοκινητική, κοινωνική, ηθική). Τον βοηθούν επίσης να ανακαλύπτει, να δημιουργεί σχέδια δράσης, να αποτιμά τις πηγές γνώσεων, να λαμβάνει αποφάσεις, να εκφράζεται δημιουργικά.
  • αποτελούν το αρχικό στάδιο της εξελικτικής πορείας προς την ανάπτυξη υπολογιστικών εργαλείων που θα βοηθήσουν στην απόκτηση επιχειρηματολογιών τεχνικών.
  • συντελούν καθοριστικά στην οργάνωση και διοίκηση, την ανάπτυξη και προώθηση καθώς και στην εργονομική και αισθητική προσέγγιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
  • ενισχύουν και ανατροφοδοτούν τη μη λεκτική επικοινωνία, και συμβάλλουν στην ανάπτυξη περισσότερο ευέλικτων μορφών γνώσης, διευκολύνοντας έτσι τη διαδικασία της μάθησης. Ο μαθητής, αξιοποιώντας τις δυνατότητές τους, είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει και να ικανοποιήσει τις ιδιαίτερες του ανάγκες και απαιτήσεις.
  • διαμορφώνουν εναλλακτικούς τρόπους δόμησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, νέες σχέσεις και νέες ισορροπίες, προσδοκίες αλλά και προβληματισμούς.
  • παρέχουν δυνατότητα συνεργασίας διδασκαλίας και εκμάθησης σε γεωγραφικά διασκορπισμένα σχολεία και ενισχύουν την εκπαίδευση από απόσταση.
  • επιτυγχάνουν την αναγωγή της παθητικής μάθησης σε ένα μαθησιακό περιβάλλον, το οποίο θα διαμορφώνεται σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα των εκπαιδευομένων ώστε να τους δραστηριοποιεί πνευματικά και κοινωνικά. Έτσι, κινητοποιώντας τη δημιουργικότητα των εκπαιδευομένων, συνεισφέρουν στην αλλαγή του περιβάλλοντος μάθησης.
  • η μάθηση είναι μια πνευματική δραστηριότητα. Είναι προσωπική και εξατομικευμένη. Μέσα από τα κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα και τον τρόπο παρουσίασης μιας πληροφορίας, οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν να αναλύουν τις πληροφορίες που τους μεταδίδονται, να τις επεξεργάζονται και να μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν δημιουργικά. Με τέτοιου είδους μεθοδολογίες, είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες που ενδέχεται να παρουσιαστούν μελλοντικά στο χώρο εργασίας τους.
  • συμπληρώνουν και μετασχηματίζουν το παραδοσιακό περιεχόμενο και τις δραστηριότητες ενός μαθήματος.
  • αυξάνουν την ανάπτυξη της λογικής και της διαδικαστικής σκέψης, καθώς και το ενδιαφέρον των εκπαιδευομένων για τη γνώση και το γνωστικό τους αντικείμενο.
  • αυξάνουν την αυτοεκτίμηση των εκπαιδευομένων και τους ωθούν στην ανεξαρτητοποιημένη ικανότητα.
  • επιτρέπουν καλύτερη και άμεση πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης βοηθώντας στη λήψη ορθών αποφάσεων.
  • παρεμποδίζουν τις κοινωνικές και γεωγραφικές διακρίσεις.
  • παρέχουν πλήθος πληροφοριών σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα διασταύρωσής τους, ενώ επιτρέπουν τη συγκέντρωση και κοινοποίηση διάσπαρτων σκέψεων.
  • λειτουργούν ως ένα πολύ χρήσιμο πολιτισμικό εργαλείο.
  • ευνοούν την ανάπτυξη δημοκρατικών επιλογών υπό την έννοια ότι μπορούμε να επιλέξουμε το τι θα παρακολουθούμε. Σύμφωνα με τον Πάολο Κοέλο ’’οι νέες τεχνολογίες δεν είναι χώρος αλλά χρόνος. Οι άνθρωποι μπορούν να σκεφτούν, να μεταδώσουν αυτά που σκέφτονται, να επικοινωνήσουν με τον άλλον την ίδια στιγμή, να αμφισβητήσουν την ιδέα του άλλου’’.

Μειονεκτήματα από τη χρήση των Νέων Τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία
Στον αντίποδα του τεχνολογικού οπτιμισμού που καλλιεργείται από τους ένθερμους θιασώτες των νέων τεχνολογιών, επικρατούν αντίθετες απόψεις. Γενικότερα, η στάση μας απέναντι στον πόλο των νέων τεχνολογιών και μέσων έκφρασης είναι διττή: επιθετική (για να τα κατακτήσουμε), και αμυντική, αναγνωριστική, επιφυλακτική. Ας επιχειρήσουμε όμως να εντοπίσουμε ορισμένα προβλήματα και κάποιες αρνητικές επιπτώσεις από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και μέσων έκφρασης στην εκπαιδευτική διαδικασία:

  • η χρήση τους δεν αποτελεί πανάκεια για την εκπαιδευτική καινοτομία και δεν θα πρέπει να αναπαράγει το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα.
  • η διάχυσή τους δεν είναι ομοιόμορφη σε κάθε σχολείο, ούτε καν στο ίδιο το σχολείο.
  • απαιτείται για την καθιέρωσή τους διοικητική και τεχνική υποστήριξη, κεντρική και ενδοσχολική επιμόρφωση. Θα πρέπει να υπάρξει επίσης ο απαραίτητος χρόνος για να αφομοιωθούν οι αλλαγές και να εμπλακούν όλες οι ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες στη νέα διαδικασία.
  • αποτελεί μείζον πρόβλημα η δυνατότητα ορθολογικής διαχείρισης, επεξεργασίας, αξιολόγησης της πληροφορίας. Η έγκυρη και αξιόπιστη πληροφορία οφείλει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά για να μην απαξιώνεται και να είναι επίκαιρη, ποιοτική, ευπροσάρμοστη.
  • υφίσταται η ανάγκη παιδαγωγικού επανασχεδιασμού των βασιζόμενων στις νέες τεχνολογίες εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και η κατάλληλη δημιουργία προδιαγραφών στο περιεχόμενο, στη μεθοδολογία και στις τεχνικές.
  • απαιτείται γενική αποδοχή τους ως μαθησιακό εργαλείο από τους φυσικούς φορείς της γνώσης (εκπαιδευτικούς), τους αποδέκτες αυτής (εκπαιδευόμενους), αλλά και από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Θα πρέπει να αναπτυχθεί η κατάλληλη μεθοδολογία ένταξης στο σχολικό περιβάλλον, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η παραγωγή και μεταφορά της γνώσης. Απαιτείται επίσης και διαμόρφωση κανόνων αισθητικής και ηθικών αξιών για την αποτελεσματικότερη δυνατή χρήση των νέων τεχνολογιών.
  • δημιουργούνται νέες μαθησιακές ανάγκες για δεξιότητες που αφορούν τη συλλογή, πρόσβαση, αξιολόγηση, αποθήκευση, ανάκτηση, χειρισμού, μετάδοσης, χρήσης και παρουσίασης των πληροφοριών, οι οποίες θα πρέπει αποτελεσματικά να αντιμετωπιστούν.
  • απαιτείται ομογενοποίηση των νέων τεχνολογιών και μέσων έκφρασης, εξαιτίας της ασυμβατότητας που πολλές φορές παρουσιάσουν. Επίσης, το κόστος ανανέωσης (αναβάθμισης, αλλαγής μηχανημάτων και περιφερειακών συσκευών, βιβλίων, σύνδεσης και επικοινωνίας με το διαδίκτυο, κλπ.) και κατ’ επέκταση το κόστος της γνώσης, είναι ιδιαίτερα υψηλό. Είναι πολλαπλό και πολυεπίπεδο το κόστος για τη λειτουργία της νέας εκπαιδευτικής διαδικασίας.
  • η εκπαίδευση, που είναι διαδικασία κινητοποίησης της κριτικής ικανότητας του μαθητή παρά μια μηχανιστική διαδικασία μετάβασης πληροφοριών, μπορεί να παγιδευτεί στα όρια του μέσου που τη διεκπεραιώνει, δηλαδή στα όρια ενός αριθμού υπολογιστικών συστημάτων ή δικτυακών τόπων. Αν και μέσω των δικτυακών τόπων διευκολύνεται η μεταφορά και διακίνηση ιδεών, εν τούτοις η μάθηση δεν είναι μια παθητική μετάδοση της κεκτημένης γνώσης αλλά μια διαδικασία ανασύνθεσης της γνώσης σε νέα πεδία.
  • οι νέες τεχνολογίες και μέσα έκφρασης οφείλουν να τηρούν το ’’παιδαγωγικό συμβόλαιο’’ το οποίο εκφράζει τις αμοιβαίες προσδοκίες των συμβαλλομένων.
  • απαιτείται να τεκμηριωθεί η παιδαγωγική και διδακτική προσέγγιση και να καθοριστούν οι πιθανές στο γνωστικό υπόβαθρο μεταβολές.
  • υποστηρίζεται η άποψη από αρκετούς πως η επικράτηση της εικόνας στον επικοινωνιακό χώρο εγκυμονεί κινδύνους, διότι είναι επικράτηση που συνδέεται όχι με τον ίδιο το λόγο της εικόνας, αλλά με συλλογικές τάσεις, με τη παγκοσμιοποίηση της αγοράς, με θεσμικούς αυτοματισμούς και με τη διαχείριση της πολιτιστικής και οικονομικής εξουσίας, με τις όποιες συνέπειες και επιπτώσεις μπορεί να επέλθουν και στο χώρο της εκπαίδευσης.
  • υπάρχει διαρκής έκρηξη γνώσης. Αυτή η γνώση, δεν είναι εφικτό, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, να περάσει στο σύνολό της στη σχολική ύλη. Έτσι, θα πρέπει να βρεθούν εκείνες οι διαδικασίες έτσι ώστε να επιτραπεί η επιλογή σε όσους ενδιαφέρονται, να επανεκπαιδευτούν σε διαφορετικά πεδία κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
  • εκτιμάται ότι οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν συνθήκες απομόνωσης, εξάρτησης, παθητικότητας που οδηγούν σε έλλειψη καλλιέργειας των συναισθημάτων και των ανθρωπίνων αξιών. Τα νέα μέσα καθορίζουν νέα επικοινωνιακά ήθη και δημιουργούν ζητήματα κοινωνικής προσαρμογής. Αλλοιώνουν τον χαρακτήρα των ανθρωπίνων σχέσεων και αλλάζουν μαζί με τον τρόπο και το προϊόν της επικοινωνίας.
  • η πληροφορία αναδεικνύεται σε αυταξία και η επικοινωνιακή πραγματικότητα συγκροτείται κατά κύριο λόγο ως συναλλαγή ανάμεσα στον κάτοχο και στον επίδοξο χρήστη των διακινούμενων πληροφοριών. Η κοινωνία ζει, αναπτύσσεται και αναπαράγεται μέσα στα πληροφοριακά και επικοινωνιακά δίκτυα. Διαφοροποιείται έτσι ο τρόπος κοινωνικής οργάνωσης.
  • υπάρχει τεχνική δυσκολία ή αδυναμία πραγματικής προστασίας έναντι στη διαρροή πληροφοριών, ενώ η διάδοση των πληροφοριών έγινε εμπορική συναλλαγή.
  • φαινόμενα παραπληροφόρησης παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις.
  • ο δέκτης των πληροφοριών μετατρέπεται τελικά σε άβουλο αποδέκτη. Υπάρχει υπερβολή πληροφόρησης που δημιουργεί φαινόμενα ρευστότητας και απροσδιοριστίας.
  • υπάρχει δυνατότητα άσκησης ελέγχου από τα ισχυρά κέντρα πληροφόρησης σε όλους τους κοινωνικούς τομείς. Έτσι, προδιαγράφεται μια κοινωνία στην οποία πλανώνται απειλές υποβάθμισης των ανθρώπινων αξιών και ποικιλία χειραγωγήσεων. Διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες σε σχέση με το παρελθόν.
  • η πληροφορία θα πρέπει να είναι αξιολογημένη, τεκμηριωμένη, επίκαιρη, επιλεγμένη, λειτουργική, αξιόπιστη και η διακίνησή της ασφαλής. Μόνον έτσι θα αποτελεί δομικό στοιχείο σχεδιασμού των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.
  • εκτιμάται ότι οι νέες τεχνολογίες στερούν από τα πρόσωπα που επικοινωνούν τα κοινωνικά, φυσικά και συνειρμικά γνωρίσματα που λειτουργούν στην επικοινωνία πρόσωπου με πρόσωπο (face to face). Τα άτομα που επικοινωνούν μέσω υπολογιστών σ’ ένα περιβάλλον βασιζόμενο στο γραπτό κείμενο, δεν μπορούν να δουν, να ακούσουν και να αισθανθούν τη φυσική παρουσία των ανθρώπων που επικοινωνούν. Η απουσία της φυσικής ρυθμιστικής ανατροφοδότησης στην επικοινωνία (που επιτυγχάνεται με χειρονομίες, νεύματα, τόνους φωνής, κλπ), μπορεί να επιφέρει προβλήματα συντονισμού και να απομακρύνει κοινωνικά γνωρίσματα. Δίχως τα γνωρίσματα αυτά, η διαδικασία της επικοινωνίας μέσω των υπολογιστών μένει αποκλεισμένη σ’ ένα κοινωνικό κενό, καθώς χάνεται κάθε έννοια ζωντανής αλληλεπίδρασης των επικοινωνιών προσώπου με πρόσωπο. Άρα, μειώνεται ο προσωπικός χαρακτήρας της επικοινωνίας.
  • η επικοινωνία μέσω υπολογιστών δημιουργεί ένα περιβάλλον επεξεργασίας της κοινωνικής πληροφορίας, στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολλές ψυχολογικά έντονες διαπροσωπικές σχέσεις. Στις σχέσεις αυτές παίζουν μεγάλο ρόλο τα ψευδώνυμα και η ανωνυμία, που συντείνουν στην αναδημιουργία ταυτοτήτων μέσα στον κοινωνικό χώρο που παράγεται από τη διαμεσολάβηση των υπολογιστών.
  • δεν θα πρέπει να φτάσουμε, χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες στην εκπαιδευτική διαδικασία, στη θετικιστική άποψη του εκπαιδευτικού οικονομισμού που βλέπει το εκπαιδευτικού σύστημα ως ’’σύστημα’’ (system), ονομάζει τους μαθητές και τους γονείς ’’χρήστες ή πελάτες’’ (clients) των εκπαιδευτικών προϊόντων, και αναφέρεται στα αποτελέσματα των εξετάσεων με τον οικονομικό όρο ’’απόδοση’’ (efficiency) ή αποτελεσματικότητα.
  • ανάγκη διάκρισης εννοιών, όπως για παράδειγμα οι έννοιες γνώση και πληροφορία. Η γνώση είναι πληροφορία που έχει μεταφερθεί, επιλέγει, αναλυθεί, ερμηνευτεί, ολοκληρωθεί, αφομοιωθεί, δοκιμαστεί στην πράξη και τέλος, έχει αξιολογηθεί. Άρα, μια και η πληροφορία δεν είναι γνώση, για να βρεθεί η κατάλληλη πληροφορία θα πρέπει να διαθέτουμε την απαιτούμενη γνώση για να οδηγηθούμε στην πληροφόρηση.
  • υφίσταται η αναγκαιότητα πιστοποίησης των γνώσεων και των δεξιοτήτων από τη χρήση των νέων τεχνολογιών.
  • υφίσταται το πρόβλημα απαξίωσης ενός μεγάλου ποσοστού της γνώσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εξαιτίας των πρωτοφανών ρυθμών ανάπτυξης και εξέλιξης στους τομείς της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών.
  • θα πρέπει να καθοριστεί το ύφος του διαλογικού περιβάλλοντος επικοινωνίας σε σχέσεις με τους στόχους που έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί σε σχέση με τις απαιτήσεις που έχουν τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας.
  • οι λέξεις, δεν είναι κατώτερης ποιότητας επικοινωνία από τις εικόνες.
  • εξάλειψη της τεχνοφοβίας, ορθολογική αντιμετώπιση αρνητικών στάσεων

Συμπεράσματα – Επισημάνσεις
Επειδή το μέλλον ορίζεται από το παρόν και το παρόν είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος, η αυτογνωσία του παρόντος μας οδηγεί στη γνώση του μέλλοντος. Η τεχνολογία, από μόνη της δεν είναι ούτε καλή και κακή. Η χρήση, η μέθοδος και η πρόθεση είναι οι βασικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν μια πράξη, ένα φαινόμενο ή γεγονός, και ανάλογα το μετατρέπουν σε χρήσιμο εργαλείο, σε εμπόδιο ή σε κίνδυνο. Υπό αυτό το πλαίσιο, οι νέες τεχνολογίες αποτελούν ένα φαινόμενο που μόνον ο κατάλληλος κοινωνικός σχεδιασμός και έλεγχος θα διασφαλίσει την ορθή ανάπτυξη και λειτουργία τους, καθώς και την ύπαρξή τους στο μέλλον ως ένα εργαλείο ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου και όχι σαν ένα ακόμη τεχνολογικό επίτευγμα το οποίο θα διευρύνει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ανισορροπία στη συμμετοχή του πολίτη, στη δημιουργία, στην παραγωγή, στην ευτυχία. Η τεχνολογία δεν έχει βούληση. Ανακαλύπτεται και χρησιμοποιείται από ανθρώπους, που έχουν τη βούληση, συνεπώς και την ευθύνη, για το τι παράγουν και πώς το χρησιμοποιούν. Έτσι, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, είναι εφικτό να υπάρχει ισόρροπη ανάπτυξη και εξέλιξη τεχνολογίας και πολιτισμού. Κι επειδή είναι πολύ δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να σταματήσουμε την πρόοδο και την εξέλιξη, το βάρος πέφτει στο ίδιο το άτομο και τη σωστή εκ μέρους του χρήση της τεχνολογίας ( Πόσμαν 1997).

Όπως συμβαίνει με όλα τα τεχνολογικά αγαθά, η ορθή ή λανθασμένη χρήση τους επαφίεται στο σύνολό της στα δικά μας χέρια, στη δική μας διαχείριση. Οι δυνατότητες που μας παρέχουν οι νέες τεχνολογίες και μέσα έκφρασης δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν. Οι νέες αυτές τεχνολογικές εξελίξεις θα μεταβάλλουν τη μορφή του σημερινού κόσμου.

Η σωστή εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών και η βελτίωση της ποιότητας ζωής είναι καθήκον όλης της ανθρωπότητας και δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο με τη σύνδεση, την ευφυία και την υπευθυνότητα όλων μας.

Το σύγχρονο σχολείο οφείλει να παρακολουθεί την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και την ανάπτυξη των ηθικών δυνάμεων του πολιτισμού. Έτσι, στο σύγχρονο σχολείο, δικαιούνται θέση οι δυνάμεις που διαμορφώνουν το σύγχρονο πολιτισμό. Το ίδιο το σχολείο ως χώρος ζύμωσης, επεξεργασίας και εφαρμογής, παράγει πρότυπα και δημιουργεί πρακτικές.

Η χρησιμοποίηση των σύγχρονων εργαλείων επικοινωνίας με αποτελεσματικό τρόπο δεν είναι απλή διαδικασία. Συνεπάγεται την οικοδόμηση λειτουργιών διανοητικών αναπαραστάσεων, έτσι ώστε τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας και, γενικότερα, οι συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία, να είναι θέση να κατανοούν, να παρεμβαίνουν, να αποκαλύπτουν τις απατηλές καταστάσεις, να αντιστέκονται σε αφορισμούς, να παρακολουθούν τις τρέχουσες εξελίξεις και να είναι ανά πάσα στιγμή ικανοί να συμμετέχουν. Οι διαδικασίες αυτές δεν γίνονται ούτε αυτόματα, ούτε αυθόρμητα. Προϋποθέτουν γνώσεις και κουλτούρα. Για να επιτύχει και για να συμβάλλει αποφασιστικά και καθοριστικά η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και μέσω έκφρασης, απαιτείται μακρόπνοος και καινοτόμος σχεδιασμός, ορθολογική διαχείριση και ομαλή ένταξη τους στην εκπαίδευση,όπως επίσης αποδοχή και συμμετοχή όλων των φορέων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Ζωγόπουλος Ε.(2001), ’’Νέες τεχνολογίες και μέσα επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία’’. Κλειδάριθμος.
  2. Ζωγόπουλος Ε. (2005), ’’Ο Κόσμος της Πληροφορικής’’. Κλειδάριθμος.
  3. Καϊμάκη Β. (1997), ’’Αμφίδρομη επικοινωνία εντύπων ΜΜΕ και Internet’’. Παπασωτηρίου.
  4. Κοσσυβάκη Φ. (1997), ’’Κριτική Επικοινωνιακή Διδασκαλία’’. Gutenberg.
  5. Μπαλάσκας Κ. (1989), ’’Κοινωνική θεώρηση της παιδείας’’. Γρηγόρης.
  6. Μακκουείλ Ν., Βίνταλ Σ., (2000), ’’Μοντέλα επικοινωνίας’’. Καστανιώτης.
  7. Ματσαγγούρας Η. (2004), ’’Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία και μάθηση’’.Γρηγόρης.
  8. Νεγρεπόντης Ν. (1997), ’’Ψηφιακός Κόσμος’’. Καστανιώτης.
  9. Πόσμαν Π. (1997), ’’Τεχνοπώλειο.Υποταγή του πολιτισμού στην Τεχνολογία’’.Κατανιώτης.
  10. Ποστίκ M. (1995), ’’Η μορφωτική σχέση’’. Gutemberg.
  11. Frymier B.A., Houser M.L., (2000), ’’The teacher-student relationship as an interpersonal relationship’’. Communication Education, 49.
  12. Hofstede G. (1996), ’’Cultures and Organzations:Software of the Mind:Intercultural Cooperation and its Importance for Survival’’. McGraw-Hill.
  13. McComps B., Vakili D., (2005), ’’A learner-centered framework for E-learning’’. Teachers College Record Volume 107.
  14. McCrosky C.J., Richmond P.V. Bennett E.V.,(2006) , ’’The relationships of student end-of-class motivation with teacher communication behaviors and instructional outcomes’’, Communication Education Vol.55, No 4.