ΣΕΙΡΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ: 144. Ταξίδι στη Νότια και Βόρεια Αλάσκα

Γ. «Γράμμα για την Άγρια Φύση»/«Wilderness Letter» του Wallace Stegner

(μτφρ. Άρτεμις Σταματοπούλου)  

 

«Los Altos , Καλιφόρνια

3 Δεκεμβρίου 1960

 

Προς David E. Pesonen

Ερευνητικό Κέντρο Άγριας Φύσης

Σταθμός Γεωργικών Πειραμάτων

Mulford Hall 243

Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας

Μπέρκλεϊ 4, Καλιφόρνια

Αγαπητέ κ Pesonen,

Πιστεύω ότι εργάζεστε στον τομέα της άγριας φύσης στην Επιτροπή Επανεξέτασης της έκθεσης των Υπαίθριων Πόρων Αναψυχής. Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να εκφράσω κάποια επιχειρήματα σχετικά με τη διατήρηση της άγριας φύσης, που δεν σχετίζονται σχεδόν καθόλου με την ψυχαγωγία όπως την εννοούμε συνήθως. Το κυνήγι, το ψάρεμα, η πεζοπορία, η ορειβασία, η κατασκήνωση, η φωτογραφία και η απόλαυση του φυσικού τοπίου θα περιλαμβάνονται στα σίγουρα στην έκθεσή σας. Το ίδιο και η άγρια φύση ως κληροδότημα από τις προηγούμενες γενιές, ως ένα επιστημονικό κριτήριο με το οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε τον κόσμο στην φυσική του ισορροπία ενάντια στον κόσμο της τεχνητής ανισορροπίας που δημιούργησε ο άνθρωπος. Αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω δεν είναι τόσο η χρησιμότητα της άγριας φύσης, όσο πολύτιμη κι αν είναι αυτή, αλλά η ίδια η έννοια της άγριας φύσης, η οποία αποτελεί έναν πόρο από μόνη της. Όντας ένας άυλος και πνευματικός πόρος, θα φαντάζει μυστικιστικός στους πρακτικά σκεπτόμενους – αλλά με την ίδια λογική και οτιδήποτε δεν μπορεί να μετακινηθεί από μια μπουλντόζα είναι πιθανόν να τους φαίνεται απόκοσμο.

Θέλω να μιλήσω για την ιδέα της άγριας φύσης ως κάτι που βοήθησε να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας μας αλλά και η ιστορία μας ως λαός. Δεν σχετίζεται περισσότερο με την αναψυχή από ότι έχουν να κάνουν οι εκκλησίες με την αναψυχή, ή την εντατικότητα, την αισιοδοξία και την επεκτατικότητα αυτού που οι ιστορικοί ονομάζουν «Αμερικανικό Όνειρο». Παρ ‘όλα αυτά, δεδομένου του ότι η αξία της άγριας φύσης καταρτίζεται σε αυτή την έρευνα αναψυχής, ελπίζω ότι θα μου επιτρέψετε να εισάγω αυτήν την ιδέα μεταξύ των σελίδων της.

Κάτι θα χαθεί από μέσα μας ως λαός αν ποτέ αφήσουμε ότι έχει απομείνει από την άγρια φύση να καταστραφεί, αν επιτρέψουμε τα τελευταία παρθένα δάση να μετατραπούν σε κόμικς και πλαστικές θήκες τσιγάρων, αν οδηγήσουμε τα λίγα εναπομείναντα είδη των άγριων ειδών σε ζωολογικούς κήπους ή σε εξαφάνιση, αν μολύνουμε τον τελευταίο καθαρό αέρα, αν βρωμίσουμε τα τελευταία καθαρά ρεύματα και ωθήσουμε τους πλακόστρωτους δρόμους μας στη σιωπή, έτσι ώστε ποτέ ξανά οι Αμερικάνοι να μην είναι ελεύθεροι στη χώρα τους από το θόρυβο, τις εξατμίσεις, τη βρωμιά των ανθρώπινων και των βιομηχανικών αποβλήτων. Και έτσι, ποτέ ξανά δε θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τους εαυτούς μας ως μονάδες, ξεχωριστά, κάθετα και ατομικά μέσα στον κόσμο, ως μέρος του περιβάλλοντος, των δέντρων, των βράχων και του χώματος, ως αδέλφια με τα άλλα ζώα, ως μέρος του φυσικού κόσμου και άξιοι να ανήκουμε σε αυτόν. Χωρίς την άγρια φύση είμαστε καταδικασμένοι, χωρίς την παραμικρή ευκαιρία για στιγμιαία αναπόληση και ανάπαυση, να ακολουθούμε μια απερίσκεπτη ξέφρενη πορεία προς την τεχνολογική ζωή τερμιτών, στο λεγόμενο Brave New World ενός εντελώς ελεγχόμενου από τον άνθρωπο περιβάλλοντος. Είναι επιτακτικό να διατηρήσουμε την άγρια φύση – ό,τι έχει απομείνει από αυτήν, και όσα εναπομείναντα είδη – επειδή ήταν η πρόκληση ενάντια στην οποία έχει συσταθεί ο χαρακτήρας μας ως λαός. Η υπενθύμιση και η διαβεβαίωση ότι εξακολουθεί να υπάρχει είναι σημαντική για την πνευματική μας υγεία, ακόμη και αν δεν έχουμε ούτε μία φορά στα δέκα χρόνια πατήσει το πόδι μας σε αυτήν. Είναι ζωτική για μας όταν είμαστε νέοι, λόγω της απαράμιλλης λογικής που μπορεί άμεσα να επιφέρει στην τρελή ζωή μας με τη μορφή διακοπών ή ανάπαυσης. Είναι ουσιαστικής σημασίας για μας και όταν είμαστε ηλικιωμένοι, απλώς και μόνο επειδή είναι εκεί – απλώς και μόνο ως ιδέα.

Όπως τόνισε ο Δαρβίνος, είμαστε ένα άγριο είδος. Κανείς δεν εξημέρωσε ποτέ ή επιστημονικώς αναπαρήγαγε τη φυλή μας. Αλλά για τουλάχιστον τρεις χιλιετίες έχουμε εμπλακεί σε έναν συσσωρευτικό και φιλόδοξο αγώνα για να τροποποιήσουμε και να αποκτήσουμε τον έλεγχο του περιβάλλοντός μας, και στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας έχουμε φτάσει κοντά στο, κατά μία έννοια, να αλλοτριώσουμε τους εαυτούς μας. Ελάχιστοι άνθρωποί είναι πια πιθανόν να εκλάβουν την έννοια της λεγόμενης «προόδου» όχι ως δώρον άδωρον. Όπως αναμφισβήτητα μας έφερε ακόμα μεγαλύτερη άνεση και περισσότερα υλικά αγαθά, έτσι μας προκάλεσε και πνευματικές απώλειες, και απειλεί τώρα να γίνει ο Φρανκενστάιν που τελικά θα μας καταστρέψει. Ένας τρόπος να παραμείνουμε λογικοί είναι να διατηρήσουμε τη σχέση μας με τον φυσικό κόσμο, έτσι ώστε να παραμείνουμε, στο βαθμό που μπορούμε, «καλά ζώα». Οι Αμερικάνοι εξακολουθούν να έχουν αυτή την ευκαιρία, περισσότερο από ό,τι πολλοί άλλοι λαοί. Επειδή, ενώ εμείς προβάλλαμε τους εαυτούς μας ως τους πιο αποτελεσματικούς και αδίστακτους νικητές του περιβάλλοντος στην ιστορία, σχίζοντας και καίγοντας και κόβοντας το δρόμο μας μέσα από μια άγρια ήπειρο, η άγρια φύση παράλληλα γινόταν κομμάτι του εαυτού μας. Παραμένει μέσα μας με τον ίδιο τρόπο που τα ονόματα των Ινδιάνων παραμένουν στη γη τους. Εάν το άπιαστο όνειρο της ανθρώπινης ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έγινε στην Αμερική κάτι περισσότερο από ένα άπιαστο όνειρο, αυτό οφείλεται εν μέρει τουλάχιστον στο γεγονός ότι χωρίς να το καταλάβουμε υποταχτήκαμε σε αυτό που κατακτήσαμε.

Ο Γιάνκης του Κονέκτικατ [σ.τ.μ. στο βιβλίο του Μάρκ Τουέην (1889) όπου ένας Γιάνκης μεταφέρεται μυστηριωδώς στην εποχή του Βασιλιά Αρθούρου και χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία ως μαγεία], στέλνοντας πιθανούς υποψηφίους από το άδικο βασίλειο του Βασιλιά Αρθούρου στο δικό του Εργοστάσιο Ανθρώπων για αποκατάσταση, ήταν υπερβολικά αισιόδοξος, όπως αργότερα παραδέχτηκε. Αυτά τα πράγματα δεν εκβιάζονται, καλλιεργούνται. Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο είδος ανθρώπου, έναν τέτοιο δημοκράτη, με τόση πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όπως ήταν και ο ίδιος ο Μάρκ Τουέην, τα σύνορα της Άγριας Δύσης του ήταν απαραίτητα, το Χάνιμπαλ, ο Μισισιπής, η πόλη της Βιρτζίνια, και κατ’ επέκτασιν η άγρια φύση που τα περιβάλλει. Η άγρια φύση ως ευκαιρία και ως ιδέα, αυτό δηλαδή που βοήθησε να γίνει ο Αμερικάνος διαφορετικός και πιο τυχερός από τους υπόλοιπους ανθρώπους, κάτι που ξεχάσαμε στη βουή των βιομηχανικών μας πόλεων. Επειδή ο Αμερικάνος, στο βαθμό που μπορεί να θεωρείται ως κάτι καινούριο και διαφορετικό, είναι ένας πολιτισμένος άνθρωπος που έχει ο ίδιος ανανεώσει τον εαυτό του στην άγρια φύση. Η αμερικάνικη εμπειρία σήμανε την αντιμετώπιση των παλιών λαών και πολιτισμών του κόσμου σαν κάτι καινούριο, σαν κάτι που είχε μόλις αναδυθεί από τη θάλασσα. Αυτό μας έδωσε την ελπίδα μας και τον ενθουσιασμό μας, και αυτή η ελπίδα και ο ενθουσιασμός μπορεί να περάσει και στις νεότερες γενιές Αμερικάνων, αυτών που δεν είχαν εμπειρία της ΄Άγριας Δύσης. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εφ’ όσον διατηρήσουμε ότι απέμεινε από την άγρια φύση μας ως μια υπόσχεση που αξίζει να κρατήσουμε, ένα είδος αποθεματικού άγριας ζωής.

Θα μου συγχωρέσετε ίσως, σαν συγγραφέας που είμαι, τη χρήση της λογοτεχνίας ως μια αντανάκλαση, έμμεση αλλά βαθύτατα αληθινή, της εθνικής μας συνείδησης. Και η ίδια η λογοτεχνία μας, όπως πιθανόν γνωρίζετε, νοσεί, είναι γεμάτη πίκρα, χάνει το μυαλό και την πίστη της. Οι πεζογράφοι μας είναι δηλωμένοι εχθροί της κοινωνίας μας. Δεν υπήρξε σχεδόν ούτε ένα σοβαρό ή σημαντικό μυθιστόρημα αυτού του αιώνα που δεν αποκηρύσσει εν μέρει ή στο σύνολό της την αμερικάνικη τεχνολογική κουλτούρα για την εμπορικότητά της, τη χυδαιότητά της, και τον τρόπο με τον οποίο αμαύρωσε μια καθαρή ήπειρο και ένα αγνό όνειρο. Δεν προσδοκώ ότι η διατήρηση της άγριας φύσης που μας έχει απομείνει πρόκειται να θεραπεύσει αυτή την κατάσταση. Αλλά και μόνο το απλό παράδειγμα, ότι μπορούμε ως έθνος να θέσουμε ορισμένα άλλα κριτήρια εκτός των εμπορικών και των εκτιμήσεων εκμετάλλευσης θα ήταν ενθαρρυντικό για πολλούς Αμερικάνους, συγγραφείς και όχι μόνο. Χρειάζεται να δείξουμε την αποδοχή μας στο φυσικό κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν και τους εαυτούς μας. Έχουμε ανάγκη την πνευματική ανανέωση που προκύπτει από την επαφή μας με τη φύση. Και ένα από τα καλύτερα μέρη για να έχουμε αυτή την επαφή είναι η άγρια φύση, μακρυά από τα κέντρα διασκέδασης, τις μπουλντόζες και τα πεζοδρόμια του πολιτισμού μας.

Ο Σέργουντ Άντερσον [σ.τ.μ. Αμερικανός μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος], σε επιστολή του προς τον Waldo Frank [σ.τ.μ. Αμερικανός μυθιστοριογράφος και ιστορικός] το 1920, το έθεσε καλύτερα από εμένα. «Είναι πιθανό όταν η χώρα ήταν νέα και ανεξερεύνητη και οι άνδρες ήταν συχνά μόνοι στα χωράφια και το δάσος να αισθάνονταν τη μεγαλοπρέπεια της φύσης, κάτι που τώρα έχει κατά κάποιο τρόπο χαθεί… Το μυστήριο της φύσης ψιθύριζε στα χόρτα, έπαιζε στα κλαδιά των ψηλών δέντρων, μπερδευόταν και μεταφερόταν με τον άνεμο σαν σύννεφο σκόνης σε όλη την αμερικάνικη επικράτεια το βράδυ στα λιβάδια… Είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι ιστορίες που ενισχύσουν την πίστη μου στην έντονη, σχεδόν θρησκευτική, επιρροή που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια μεταξύ των ανθρώπων. Η αίσθησή της αιωρείται πάνω από το καλύτερο έργο του Μαρκ Τουέην… Θυμάμαι ηλικιωμένους στην γενέτειρά μου να μιλούν με πάθος για τα βράδια που πέρασαν στις μεγάλες άδειες πεδιάδες. Τους είχαν συναρπάσει. Είχαν μυηθεί στη μαγεία της ησυχίας…».

Θα μπορούσαμε να μυηθούμε κι εμείς, ακόμη και τώρα, ακόμη και τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα μπορούσαν να μυηθούν σε αυτή τη μαγεία. Αλλά αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν διασώσουμε όποιο κομμάτι της άγριας φύσης μας έχει απομείνει, χωρίς να το εκμεταλλευτούμε για πρακτικές χρήσεις ή για τη διασκέδασή μας.

Μου φαίνεται σημαντικό το γεγονός ότι η διακριτή ύφεση στη λογοτεχνία μας, η αλλαγή της από την ελπίδα στην πίκρα, συνέπεσε σχεδόν με την στιγμή που η εποχή της Άγριας Δύσης έφτασε επίσημα στο τέλος της, το 1890, και όταν ο Αμερικάνικος τρόπος ζωής άρχισε να γίνεται έντονα αστικός και βιομηχανικός. Έτσι, όσο πιο αστικός και πιο ξέφρενος με τις τεχνολογικές αλλαγές γίνεται, τόσο πιο άρρωστη και πιο πικραμένη εξελίσσεται όχι μόνο η λογοτεχνία μας αλλά πιστεύω και ο λαός μας. Όσο για μένα, εγώ μεγάλωσα στις αχανείς πεδιάδες του Σασκατσούαν και της Μοντάνα και στα βουνά της Γιούτα, και έδωσα πολύ υψηλή αξία σε ό, τι μου πρόσφεραν αυτά τα μέρη.

Και αν δεν ήμουν σε θέση από καιρού εις καιρόν να ανανεώνω τον εαυτό μου στα βουνά και τις ερήμους της δυτικής Αμερικής θα είχα σχεδόν τρελαθεί. Ακόμα και όταν δεν μπορώ να βρεθώ στην ύπαιθρο, η σκέψη των γεμάτων χρώμα ερήμων της Νότιας Γιούτα, ή η διαβεβαίωση ότι εκτείνονται ακόμα λιβάδια όπου ο κόσμος μπορεί να εκληφθεί για μια στιγμή ως πλάκα φυγοκέντησης, και όπου το μικρό αλλά ιδιαίτερα σημαντικό ανθρώπινο ον εκτίθεται στις πέντε κατευθύνσεις των τριάντα έξι ανέμων, είναι μια μορφή παρηγοριάς. Αυτή η ιδέα και μόνο μπορεί να με στηρίξει. Αλλά, με τον τρόπο που σταδιακά εκμεταλλευόμαστε ή «βελτιώνουμε» εκτάσεις της άγριας φύσης, όπως τα τζιπ και οι μπουλντόζες στις μεταλλευτικές έρευνες για το ουράνιο πληγώνουν τις ερήμους, και όπως δημιουργούμε δρόμους κόβοντας αλπικά δάση, καθώς και όπως ότι έχει απομείνει παρθένο και ανέγγιχτο από τον φυσικό κόσμο σταδιακά διαβρώνεται, κάθε τέτοια απώλεια είναι ένας μικρός θάνατος για μένα. Για όλους εμάς.

Δεν συγκινούμαι από το επιχείρημα ότι οι περιοχές της άγριας φύσης που έχουν χρησιμοποιηθεί για βοσκοτόπια ή για εξόρυξη έχουν ήδη μείνει χωρίς λουλούδια ή φυτά και έτσι θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιούνται ως «χώροι συγκομιδής». Για την εξόρυξη δεν μπορώ να πω πολλά, εκτός από το ό,τι οι εργασίες της είναι εν γένει βραχύβιες. Ο εκχυλίσιμος πλούτος της περιοχής εξορύσσεται και οι άξονες, τα υπολείμματα και τα χαλάσματα παραμένουν, και σε μια ξηρή χώρα όπως η αμερικάνικη Δύση οι πληγές που προκαλούν οι άνθρωποι στη γη δεν επουλώνονται γρήγορα. Τουλάχιστον, είναι απλές πληγές και όχι θανάσιμες. Καλύτερα να έχουμε την άγρια φύση έστω και πληγωμένη παρά να μην την έχουμε καθόλου. Και όσο για τη βόσκηση, αν αυτή είναι απολύτως ελεγχόμενη έτσι ώστε να μην καταστρέφει την κάλυψη του εδάφους, να μη βλάπτει την οικολογία και να μην ανταγωνίζεται την άγρια ζωή, δεν έρχεται σε σύγκρουση με το συναίσθημα και την εγκυρότητα της εμπειρίας της άγριας φύσης. Γνωρίζω αρκετά καλά τα είδη των βοοειδών και μπορώ να τα θεωρήσω άγρια ζώα.

Και οι άνθρωποι που τα φροντίζουν αισθάνονται την αξιοπρέπεια της σπανιότητάς τους. Τα ζώα είναι κομμάτι της Άγριας Δύσης δικαιωματικά άλλωστε. Η εισβολή τους στην παρθένο χώρα είναι ένα είδος εισβολής τόσο παλιάς όσο του νεολιθικού ανθρώπου, και μπορούν, με μέτρο βέβαια, ακόμη να τονίζουν την αίσθηση και την ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει στον φυσικό κόσμο. Υπό επιτήρηση, αυτό είναι εφικτό. Όταν η βόσκηση ελέγχεται, δεν παραμορφώνει ούτε καταστρέφει. Δεν πιστεύω μεν ότι σε περιοχές της άγριας φύσης που δεν επιτρέπεται η βόσκηση θα πρέπει να επιτραπεί, αλλά δε θεωρώ δε ότι ούτε η κατά τα άλλα ανέγγιχτη άγρια φύση θα πρέπει να εξαλειφθεί από το σχέδιο διατήρησης, λόγω των περιορισμένων χρήσεων όπως η βόσκηση, η οποία συνάδει με την κατάσταση και την εικόνα των συνόρων της Άγριας Δύσης.

Επιτρέψτε μου να πω κάτι σχετικά με το θέμα των ειδών και των περιοχών της άγριας φύσης που αξίζει να διατηρηθούν. Οι περισσότερες περιοχές από αυτές που εννοώ είναι στα εθνικά δάση και στα ψηλά βουνά. Για όλους τους συνήθεις ψυχαγωγικούς σκοπούς, τα φυσικής ομορφιάς άγρια δάση είναι προφανώς τα πιο σημαντικά, τόσο ως σημεία αναφοράς στις προηγούμενες γενιές και ως σημεία ομορφιάς. Αλλά σε ό,τι αφορά την πνευματική ανανέωση, την αναγνώριση της ταυτότητας και την αίσθηση του δέους, και άλλα κομμάτια άγριας φύσης θα ήταν εξίσου σημαντικά. Ίσως επειδή είναι λιγότερο προσιτά και πιο αφηρημένα για τα ανθρώπινα μέτρα, να ήταν ακόμα μεγαλύτερης σημασίας. Στο λιβάδι μας στο Σασκατσούαν, ο πιο κοντινός μας γείτονας έμενε τέσσερα μίλια μακριά, και το βράδυ βλέπαμε μόνο δυο φώτα σε ολόκληρη τη σκοτεινή έκταση. Η γη ήταν γεμάτη από ζώα – ποντίκια του αγρού, σκίουρους εδάφους, νυφίτσες, κουνάβια, ασβούς, κογιότ, κουκουβάγιες και φίδια. Τα έβλεπα σαν μικρά μου αδέλφια, σα φιλικά πλάσματα, και δεν μπόρεσα ποτέ από τότε να τα δω με άλλο τρόπο. Ο ουρανός στη χώρα αυτή ήταν τόσο ξάστερος προς όλες τις κατευθύνσεις, γεμάτος από υπέροχους καιρούς, με σύννεφα, ανέμους, γεράκια. Ελπίζω να έχω μάθει κάτι από αυτή μου τη συνήθεια να κοιτάζω μακριά, ψηλά, από το να είμαι πολύ μόνος. Ένα λιβάδι σαν κι αυτό, αρκετά μεγάλο ώστε να τραβήξει το μάτι ως τον ορίζοντα που βυθίζεται, μπορεί να είναι τόσο μοναχικό και μεγαλειώδες και ταυτόχρονα απλό στη μορφή του όπως και η θάλασσα. Η εμπειρία της άγριας φύσης μπορεί κάλλιστα να προκύψει εκεί. Το λιβάδι που χάνεται είναι εξίσου σημαντικό να διατηρηθεί, σε ό,τι αφορά την ιδέα της άγριας φύσης, όσο και το αλπικό δάσος.

Το ίδιο ισχύει και για τις αχανείς εκτάσεις των δυτικών μας ερήμων, που ναι μεν είναι σημαδεμένες από τους μεταλλωρύχους, αλλά κατά τα άλλα είναι ανοιχτές, όμορφες και περιμένουν να δεις σε αυτές αυτό που θέλησε ο Θεός. Απλά ως παράδειγμα, επιτρέψτε μου να αναφέρω την περιοχή Robbers’ Roost στο Wayne της Γιούτα, κοντά στο Εθνικό Μνημείο του Capitol Reef. Σε αυτό το κλίμα της ερήμου, τα σημάδια της μπουλντόζας και των τζιπ δε θα εξαφανιστούν σύντομα από το έδαφος, αλλά η περιοχή έχει έναν τρόπο να τα κάνει να φαίνονται ασήμαντα. Είναι μια φοβερή αλλά υπέροχη άγρια φύση, όπως αυτή στην οποία κατέφυγε ο Χριστός και οι προφήτες. Σκληρή και γεμάτη χρώματα, κατακερματισμένη και φθαρμένη ως το κόκαλο, με τον υπέροχο ουρανό της χωρίς την παραμικρή μουτζούρα από τη μπογιά της Τεχνοκρατίας, με την αυθόρμητη ποίηση των πηγών της να ξεπηδά από τις κρυφές γωνιές της κάτω από τους βράχους. Αξίζει να κρατήσουμε ένα τέτοιο κομμάτι της χώρας ανέπαφο, χωρίς να μας ενδιαφέρει καθόλου το γεγονός πως ελάχιστοι άνθρωποι το επισκέπτονται κάθε χρόνο. Αυτή ακριβώς είναι και η αξία του. Αν φτιάχνονταν δρόμοι θα το βεβήλωναν, τα πλήθη θα το κατέστρεφαν. Αλλά και εκείνοι που δεν έχουν τη δύναμη ή την ηλικία να πάνε και να ζήσουν εκεί, μπορούν απλά κάπου κάπου να κάθονται και να την απολαμβάνουν, ατενίζοντας ως και 200 μίλια προς το Κολοράντο. Και κοιτάζοντας προς τα κάτω, πάνω από τα βράχια και τα φαράγγια του San Rafael Swell και του Robbers’ Roost, μπορούν παράλληλα να κοιτάξουν βαθιά μέσα τους. Και ακόμα κι αν δεν μπορούν να φτάσουν στα μέρη που βρίσκονται στο Οροπέδιο Aquarius, όπου οι ήδη υπάρχοντες δρόμοι φτάνουν, μπορούν απλά να αναπολήσουν και να γεμίσουν με ευχαρίστηση από το γεγονός ότι ένα τέτοιο ελεύθερο κομμάτι γης που αντέχει στο χρόνο βρίσκεται ακόμα εκεί.

Αυτά είναι μερικά από τα όσα η άγρια φύση μπορεί να κάνει για εμάς. Γι’ αυτόν το λόγο, για τη διατήρησή της, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν κάποιες άλλες αξίες, πέρα από την εκμετάλλευση, τη χρησιμότητα, την αναψυχή. Επειδή απλούστατα χρειαζόμαστε απλά την άγρια φύση διαθέσιμη σε εμάς, ακόμα και αν σπάνια καταφεύγουμε σε αυτήν, ίσα ίσα για να την ατενίσουμε. Επειδή μπορεί να είναι το μέσο για να καθησυχαστούμε και να διατηρήσουμε τη λογική μας ως πλάσματα, ένα είδος γεωγραφίας της ελπίδας.

Ειλικρινά δικός σας,    

Wallace Stegner»

Σημείωση: Ευχαριστούμε θερμά την κ. Άρτεμις Σταματοπούλου για την εθελοντική μετάφραση του κειμένου. Θεωρήσαμε σημαντική τη διάθεσή του ως πλήρες κείμενο στην ελληνική γλώσσα. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας-περιβαλλοντολόγος Wallace Stegner (1909-1993) υπερασπίστηκε ενεργά τη διατήρηση της Αλάσκας και ιδιαίτερα την περιοχή που διασχίσαμε με πλοίο «Inside Passage». Συνέβαλε με το διάσημο «Γράμμα για την Άγρια Φύση»/«Wilderness Letter» στην προστασία της Αλάσκας με την εφαρμογή της νομοθετικής πράξης «Wilderness Act» του 1964. Το κείμενο αποτελεί ένα φωτεινό φάρο για την προστασία του πλανήτη μας αναδεικνύοντας την «άγρια φύση/αγριότητα» τόσο ως ανάγκη όσο και ως αξία.