ΣΕΙΡΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ: Ιαπωνία B’ Μέρος, εύκολα κατασκευάζεις τα γιαπωνέζικα αυτοκίνητα αρκεί να ακολουθείς το Μπουσίντο

του Δρ Δημητρίου Κουτάντου, εκπαιδευτικού

«ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ εναι αώνιοι ταξιδευτές, τ χρόνια πο πνε κι ρχονται εναι κα ατ ταξιδευτές. Γι’ ατος πο ζωή τους κυλάει πάνω σ μι βάρκα, γι’ ατος πο γερννε τραβώντας τ’ λόγου τους τ γκέμια, ζω εναι τ ταξίδι, τ ταξίδι εναι σπίτι. Κι π’ τος παλιούς πολλο πέθαναν στ δρόμο. Χρόνια τώρα, κι γώ, παρασύρθηκα π να κομμάτι σύννεφο πο τ κινοσε έρας κα ξύπνησε μέσα μου τ λαχτάρα τς περιπλάνησης» (σελ. 109)… Ο χρόνος περνά κι κόσμος λλάζει, τ χνη το παρελθόντος εναι βέβαια. Τώρα όμως, μπρόστ μάτια μου, βρισκόταν ένα μνημείο πο εχε διατηρηθεί χίλια χρόνια. Ήταν σν ν βλεπα τν ψυχ τν ρχαίων. Ατ εναι ξία το ταξιδιο, χαρ το ν εμαι ζωντανός. Ξέχασα τις δοκιμασίες το ταξιδιο κα τ μάτια μου βούρκωσαν» (Matsuo Basho, 1689, Ο στενός δρόμος προς τα βάθη του βορρά, σελ. 109). «Ποιος είναι που θρηνεί το φθινόπωρο/ χωρίς να νοιάζεται για τον άνεμο/ που του θροεί τα γένια;» (Χαϊκού και Σένριου, 1988, Ματσούο Μπασό, σελ. 17), «Μ’ ευχαρίστηση θα σας πουλήσω/ κύριοι έμποροι της πόλης/ το γεμάτο χιόνι καπέλο μου» (σελ. 22). 

«Στην αρχή του ουρανού και της γης, οι κάμι που γεννήθηκαν στην Ψηλή Πεδιάδα του Ουρανού είναι: Κάμι-Κύριος-του-Σεβαστού-Κέντρου-του-Ουρανού, έπειτα Κάμι-της-Ψηλής-Σεβαστής-Παραγωγής και, τέλος, Κάμι-των-Θεϊκών-Γεννήσεων. Και οι τρεις παρουσιάστηκαν σαν άγαμες θεότητες και έκρυψαν το σώμα τους από τα βλέμματα» (Κοτζίκι, 1989, Αρχαία Γιαπωνέζικη Επική Χρονογραφία, σελ. 11). «Yaoyorozu no Kami»/ δηλαδή υπάρχουν «οκτώ εκατομμύρια θεοί» στη σιντοϊστική θρησκεία, και ακόμη άγνωστοι θεοί που όλοι τους είναι δύσκολο να μετρηθούν.

«Στο μεταξύ, ας πιούμε μια γουλιά τσάι. Η λάμψη του απογεύματος φωτίζει τα μπαμπού, οι πηγές παφλάζουν χαρούμενες, στο τσαγερό μας αντηχεί το θρόισμα των πεύκων. Ας ονειρευτούμε το εφήμερο και ας παραμείνουμε στην έξοχη ανοησία των πραγμάτων» (Okakura Kakuzo, 1906, The Book of Tea: A Japanese Harmony of Art, Culture, and the Simple Life).

ΈΝΑ ΜΗΝΑ στην Ιαπωνία περπατώ μέσα σε ένα ζωντανό έργο τέχνης. Η μοναδική χώρα στον κόσμο που αντέταξε στον ολοκληρωτισμό του δυτικού τρόπου ζωής τις δικές τις ιπποτικές παραδοσιακές αξίες. Στην αρχή η τάξη με εκπλήσσει μετά από ένα μήνα φεύγω με συγκίνηση. Η συνείδηση και οι αξίες έχουν νόημα όταν υλοποιούνται. «Το να γνωρίζεις κα τ ν πράττεις εναι να καί τό ατό» (Inazo Nitobe, 1862-1933, Bushido, the Soul of Japan, σελ. 71).

Το χρυσάνθεμο και το ξίφος

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Γραφείο Πληροφοριών Πολέμου των ΗΠΑ ανέθεσε στην ανθρωπολόγο Ruth Benedict να διεξάγει μια έρευνα ώστε να κατανοηθεί ο πολιτισμός και να προβλεφθεί η συμπεριφορά των Ιαπώνων. Το 1946 εξέδωσε το βιβλίο «Το Χρυσάνθεμο και το Ξίφος: Μοτίβα Ιαπωνικού Πολιτισμού»/«The Chrysanthemum and the Sword: Patterns of Japanese Culture», το οποίο, παρά την κριτική που δέχτηκε, άσκησε τεράστια επιρροή στην κατανόηση του ιαπωνικού πολιτισμού. Η πρώτη πρόταση του βιβλίου αναφέρει: «ΟΙ ΙΑΠΩΝΕΣ ήταν ο πιο εξωγήινος εχθρός που είχαν πολεμήσει ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν ολοκληρωτικό αγώνα». Ο τίτλος παραπέμπει στο «χρυσάνθεμο», σύμβολο του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας που εισήχθη πολλούς αιώνες πριν από την βουδιστική Κίνα, σύμβολο των ευγενών, της μακροζωίας, του φθινοπώρου, της συγκομιδής και της καλής θέλησης. Το «ξίφος»/katana είναι το σύμβολο της τάξης των σαμουράι και της απόλυτης πίστης στον φεουδάρχη, τιμή, τάξη, πειθαρχία. Εντέλει: «Ξύσε έναν Γιαπωνέζο, ακόμη και των πιο προοδευτικών ιδεών, και θα ξεπροβάλει ένας σαμουράι. Η μεγάλη κληρονομιά της τιμής, της ανδρείας και όλων των πολεμικών αρετών, είναι όπως ο καθηγητής Κράμπ πολύ ταιριαστά το θέτει, «ό,τι μας έχουν εμπιστευτεί και αποτελεί το τιμάριο το αναπαλλοτρίωτο από τον θάνατο και από τις γενιές που έρχονται» (σελ. 212). «…η πηγή δράσεως που προκάλεσε σχεδόν όλες τις αλλαγές στην Ιαπωνία βρίσκεται εντελώς μέσα στους ίδιους τους εαυτούς μας… αυτή η πηγή δεν ήταν τίποτα άλλο από το Μπουσίντο. Η αίσθηση τιμής, λόγω της οποίας κανένας δεν μπορεί να υποφέρει να τον βλέπουν αφ’ υψηλού σαν να ήταν κατώτερη δύναμη, αυτό είναι το δυνατό κίνητρο. Χρηματικές ή βιομηχανικές σκέψεις ηγέρθηκαν αργότερα, στην πορεία της μεταμόρφωσης… η καθολική ευγένεια του λαού, είναι το κληροδότημά των ιπποτικών τρόπων, η φυσική αντοχή, η γενναιότητα και η ανδρεία». Υπάρχει κανένα άλλο έθνος πιο νομιμόφρων και πατριωτικό;» είναι μια ερώτηση που κάνουν πολλοί. Και για την υπερήφανη απάντηση «Δεν υπάρχει» πρέπει να ευχαριστούμε τις Εντολές του Ιπποτισμού» (Inazo Nitobe, 1862-1933, Bushido, the Soul of Japan/Νιτόμπε, Ι. Μπουσίντο, Ο κώδικας των Σαμουράι, σελ. 200). Είναι ένας τρόπος κατανόησης της σκέψης του ιαπωνικού λαού από μέσα αλλά και του εαυτού μας, παρατηρούμενο και παρατηρητής, συναντώντας τις εθιμοτυπικές, τις πολιτιστικές, τις θρησκευτικές, τις καλλιτεχνικές παραδόσεις, «οι χρηματικές ή βιομηχανικές σκέψεις ηγέρθηκαν αργότερα».  Όχι δεν αποτελεί θαύμα ούτε πανάκεια η ιαπωνική οικονομία και τεχνολογία, άνθρωποι βρίσκονται πίσω από αυτήν, είναι ένας τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς. Τελικά εύκολα κατασκευάζεις τα γιαπωνέζικα αυτοκίνητα αρκεί να ακολουθείς το Μπουσίντο.

Μερικά παραδείγματα από τη μελέτη της ανθρωπολόγου Ruth Benedict (1946) για τον τρόπο σκέψης και δράσης του ιαπωνικού λαού. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο «τα πλοία και τα όπλα ήταν απλώς η εξωτερική επίδειξη του αθάνατου Ιαπωνικού Πνεύματος. Ήταν σύμβολα όπως το σπαθί του σαμουράι, ήταν το σύμβολο της αρετής του» (σελ. 18). «Οι πιλότοι τους που πέταξαν τα μανιώδη αεροπλάνα τους σε μια αυτοκτονική συντριβή στα πολεμικά μας πλοία ήταν ένα ατελείωτο κείμενο για την ανωτερότητα του πνευματικού έναντι του υλικού. Τους ονόμασαν Σώμα Καμικάζι, γιατί ο καμικάζι ήταν ο θεϊκός άνεμος που είχε σώσει την Ιαπωνία από την εισβολή του Τζένγκις Χαν τον δέκατο τρίτο αιώνα διασκορπίζοντας και ανατρέποντας τα μεταφορικά του» (σσ. 18-19). «Μια Ιαπωνία χωρίς τον Αυτοκράτορα δεν είναι Ιαπωνία». «Η Ιαπωνία χωρίς τον Αυτοκράτορα δεν μπορεί να νοηθεί». «Ο Ιάπωνας Αυτοκράτορας είναι το σύμβολο του ιαπωνικού λαού, το κέντρο της θρησκευτικής τους ζωής. Είναι ένα υπερθρησκευτικό αντικείμενο» (σελ. 25). Η τιμή ήταν συνδεδεμένη με τη μάχη μέχρι θανάτου. Σε μια απελπιστική κατάσταση, ένας Ιάπωνας στρατιώτης θα πρέπει να αυτοκτονήσει με την τελευταία του χειροβομβίδα ή να επιτεθεί χωρίς όπλα εναντίον του εχθρού σε μια μαζική επίθεση αυτοκτονίας» (σελ. 29). ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ κατανόησης των Ιαπώνων πρέπει να ξεκινά με την εκδοχή τους για το τι σημαίνει «να παίρνεις τη σωστή θέση». Η εμπιστοσύνη της Ιαπωνίας στην ιεραρχία είναι βασική σε ολόκληρη την αντίληψή της για τη σχέση του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του και για τη σχέση του ανθρώπου με το κράτος και είναι δυνατό μόνο με την περιγραφή ορισμένων από τους εθνικούς θεσμούς της, όπως η οικογένεια, το κράτος, η θρησκευτική και οικονομική ζωή, να κατανοήσουμε την άποψή τους για τη ζωή (σελ. 34).

«Η συμμαχία σαμουράι-εμπόρων έβαλε γρήγορα στο προσκήνιο ικανούς και με αυτοπεποίθηση διαχειριστές που χάραξαν τις πολιτικές της εποχής Meiji και σχεδίασαν την εκτέλεσή τους [1868-1912]. Το πραγματικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι από ποια τάξη ήρθαν αλλά πώς συνέβη που ήταν τόσο ικανοί και τόσο ρεαλιστές. Η Ιαπωνία, που μόλις αναδύθηκε από τον μεσαιωνισμό στο τελευταίο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και τόσο αδύναμη όσο είναι σήμερα το Σιάμ [Ταϊλάνδη], παρήγαγε ηγέτες ικανούς να συλλάβουν και να εκτελέσουν μια από τις πιο κρατικές και επιτυχημένες δουλειές που έχουν επιχειρήσει ποτέ σε οποιοδήποτε έθνος. Η δύναμη, αλλά και η αδυναμία αυτών των ηγετών είχαν τις ρίζες τους στον παραδοσιακό ιαπωνικό χαρακτήρα και είναι το κύριο αντικείμενο αυτού του βιβλίου να συζητήσει τι ήταν και τι είναι αυτός ο χαρακτήρας. Εδώ μπορούμε μόνο να αναγνωρίσουμε πώς οι πολιτικοί του Meiji έκαναν το εγχείρημά τους. Δεν θεώρησαν καθόλου το καθήκον τους ως ιδεολογική επανάσταση. Το αντιμετώπισαν σαν δουλειά. Ο στόχος τους, όπως το συνέλαβαν, ήταν να μετατρέψουν την Ιαπωνία σε μια χώρα που πρέπει να ληφθεί υπόψη» (σελ. 54).

«Στον τομέα της βιομηχανικής ανάπτυξης η Ιαπωνία ακολούθησε μια πορεία που δεν έχει σχέση με κανένα δυτικό έθνος. Και πάλι οι Εξοχότητές τους κανόνισαν το παιχνίδι και έθεσαν τους κανόνες. Όχι μόνο σχεδίαζαν, αλλά έχτισαν και χρηματοδότησαν με κρατικά χρήματα τις βιομηχανίες που αποφάσισαν ότι χρειάζονταν. Μια κρατική γραφειοκρατία τα οργάνωσε και τα διοικούσε. Ξένοι τεχνικοί εισήχθησαν και Ιάπωνες στάλθηκαν να μάθουν στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, όταν, όπως είπαν, αυτές οι βιομηχανίες ήταν «καλά οργανωμένες και οι επιχειρήσεις ευημερούσαν», η κυβέρνηση τις διέθεσε σε ιδιωτικές εταιρείες. Πουλήθηκαν σταδιακά σε «γελοία χαμηλές τιμές» σε μια επιλεγμένη οικονομική ολιγαρχία, τη διάσημη Zaibatsu, κυρίως τις οικογένειες Mitsui και Mitsubishi. Οι πολιτικοί της έκριναν ότι η βιομηχανική ανάπτυξη ήταν πολύ σημαντική για την Ιαπωνία για να ανατεθεί στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης ή στην ελεύθερη επιχείρηση. Αλλά αυτή η πολιτική δεν οφειλόταν σε καμία περίπτωση στο σοσιαλιστικό δόγμα. Ήταν ακριβώς οι οργανωμένοι επιχειρηματικοί όμιλοι Zaibatsu που καρπώθηκαν τα πλεονεκτήματα. Αυτό που πέτυχε η Ιαπωνία ήταν ότι με την ελάχιστη ψαλίδα και σπατάλη δημιουργήθηκαν οι βιομηχανίες που έκρινε απαραίτητες. Η Ιαπωνία μπόρεσε με αυτά τα μέσα να αναθεωρήσει «την κανονική τάξη του σημείου εκκίνησης και των επόμενων σταδίων της καπιταλιστικής παραγωγής». Αντί να ξεκινήσει με την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και ελαφριάς βιομηχανίας, ανέλαβε πρώτα βασικές βαριές βιομηχανίες. Τα οπλοστάσια, τα ναυπηγεία, οι εργασίες σιδήρου, η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών είχαν προτεραιότητα και έφτασαν γρήγορα σε υψηλό στάδιο τεχνικής αποτελεσματικότητας. Δεν απελευθερώθηκαν όλα αυτά σε ιδιώτες και οι τεράστιες στρατιωτικές βιομηχανίες παρέμειναν υπό την κρατική γραφειοκρατία και χρηματοδοτήθηκαν από ειδικούς κρατικούς λογαριασμούς» (σσ. 62-63).

Επιπλέον η ανθρωπολόγος Ruth Benedict (1946) δίνει έμφαση στη διάκριση μεταξύ των πολιτισμών της ενοχής και της ντροπής. Στην πολιτιστική ανθρωπολογία η διάκριση μεταξύ των κοινωνιών/κουλτουρών ενοχής-ντροπής, αφορά στις ανθρώπινες συμπεριφορές σε σχέση με τους κρατικούς νόμους, τους επιχειρηματικούς κανόνες, την κοινωνική εθιμοτυπία, τα συναισθήματα που χρησιμοποιούν για να ελέγχουν τα άτομα (ιδιαίτερα τα παιδιά) διατηρώντας την κοινωνική τάξη, την υπακοή και τη συμμόρφωση. Σε μια κοινωνία ενοχής τονίζεται η ατομική συνείδηση, ο κοινωνικός έλεγχος διατηρείται δημιουργώντας και ενισχύοντας συνεχώς το αίσθημα της ενοχής και την προσδοκία τιμωρίας τώρα ή στη μετά θάνατον ζωή. Το άτομο ρωτάει: «Είναι δίκαιη ή άδικη η συμπεριφορά μου»; Σε μια κοινωνία υπερηφάνειαςτιμήςντροπής, το μέσο ελέγχου είναι η ενστάλαξη της ντροπής: «Θα ντροπιαστώ αν κάνω Χ;» ή «Πώς θα με κοιτάξουν οι άνθρωποι αν κάνω Y;» π.χ. η ερυθροφοβία/το κοκκίνισμα στο πρόσωπο μπορεί να είναι μια εσωτερικευμένη ένδειξη ντροπής σε κοινωνικές καταστάσεις, π.χ. ένα παιδί κοκκινίζει στη γιορτή ενός σχολείου. Η Ruth Benedict βλέπει την αμερικανική κουλτούρα και τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες ως «κουλτούρες ενοχής», ενώ την ιαπωνική κουλτούρα με τις βαλκανικές χώρες ως «κουλτούρες ντροπής», προσθέτοντας ότι ανάλογα εκφράζουν εσωτερικά και εξωτερικά «απολλώνια» και «διονυσιακά» χαρακτηριστικά ισορροπίας ή ανισορροπίας.

Το δίπολο Απόλλωνας-Διόνυσος απεικονίζεται στο αέτωμα πολλών θεάτρων όπως είχα την ευκαιρία να δω σε πολλές μετασοβιετικές δημοκρατίες, σε ασιατικές χώρες, στην Ευρώπη, στην Αμερική. Σε ένα βαθμό η διάδοση της διαμάχης λογική-ένστικτο οφείλεται στο έργο του Friedrich Nietzsche, «Η Γέννηση της Τραγωδίας»/«The Birth of Tragedy» στο οποίο υποστηρίζει ότι η ελληνική τραγωδία προέκυψε από τη συγχώνευση απολλώνιων (μέτρο, περιορισμό, αρμονία) και διονυσιακών στοιχείων (αχαλίνωτο πάθος) -και ότι ο σωκρατικός ορθολογισμός σημάδεψαν τον θάνατο της ελληνικής τραγωδίας. Στην ελληνική μυθολογία, οι γιοι του Δία, ο Απόλλωνας είναι ο θεός του ήλιου, της τέχνης, της μουσικής, της ποίησης, της πανούκλας και της αρρώστιας, της ορθολογικής σκέψης και της τάξης, και απευθύνεται στη λογική, τη σύνεση και την αγνότητα και υποστηρίζει τη λογική. Ο άλλος γιος ο Διόνυσος, είναι ο θεός του κρασιού, του χορού και της ηδονής, του παραλογισμού και του χάους, αντιπροσωπεύοντας το πάθος, τα συναισθήματα και τα ένστικτα. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούσαν κατά ανάγκη τους δύο θεούς-σύμβολα ως αντιπάλους, και σε ένα βαθμό θυμίζει τον ενιαίο συμβολισμό του θεού Σίβα ως άρχοντας του Χορού Ναταράτζα, ως Δημιουργός, Συντηρητής και Καταστροφέας, βλ. τη δημοσίευση μας για την Ιαπωνία Α’ Μέρος.

Η περιγραφή της γέννησης της ελληνικής τραγωδίας μοιάζει με την περιγραφή του γιαπωνέζικου θέατρου Noh όπως την περιγράφει ο ιδρυτής του Zeami (Παπαπαύλου Κλαίρη, 2013, Νο, Το κλασικό θέατρο της Ιαπωνίας). Η ζωή αρχικά είναι λατρεία μεταγενέστερα τελετουργία, σαν ένας άλλος Απόλλωνας η σιντοϊστική θεότητα επίσης του ήλιου Αματεράσου λάμπει στους ουρανούς και προστατεύει τις καλλιέργειες του σιταριού, του ρυζιού, του μεταξιού και την τέχνη. Οι τελετουργίες της σποράς αποσπώνται και ανεβαίνουν στην θεατρική σκηνή. «Αυτό που ξεχωρίζει τις μουσικοχορευτικές παραστάσεις από το θέατρο είναι η στιγμή που ένα άτομο ξεχωρίζει από το πλήθος και ξεκινάει την αναπαράσταση ή δραματοποίηση, στην οποία υποδύονταν τον Διόνυσο στην Αρχαία Ελλάδα και κάποιον θεό του Σιντοϊσμού αντίστοιχα στην Ιαπωνία. Άλλο ένα στοιχείο το οποίο είναι κοινό ανάμεσα στα δύο αυτά είδη θεάτρου είναι, ότι κατ’ αποκλειστικότητα άνδρες υποδύονταν ακόμα και τους γυναικείους ρόλους. Εκτός από τον σιντοϊστικό χορό του Θεού, την ίδια περίοδο διεξάγονταν στους Βουδιστικούς ναούς παντομιμικά δράματα, που αναπαριστούσαν μυστήρια από τη ζωή των Αγίων, ενώ στο χώρο του αυτοκρατορικού παλατιού διεξάγονταν αυλικοί χοροί, που αναπαριστούσαν ιστορικούς ήρωες και τις μάχες, που οι ίδιοι είχαν δώσει» (Ελληνικό Ινστιτούτο Πολιτιστικής Διπλωματίας, Οι καταβολές του θεάτρου Noh και οι ομοιότητες με την αρχαία ελληνική Τραγωδία, online). Το θέατρο Noh έχει τις ρίζες του στο θέατρο sarugaku που περιλάμβανε παντομίμα, ακροβατικές επιδείξεις, χορό συνδυασμένο με τελετουργίες Σίντο, και στο θέατρο dengaku που περιλάμβανε χορούς που συνδέονταν με το θερισμό. «Η ακόλουθη παράγραφος, πό τήν πραγματεία Σύνθεση του Νο (Nοσακουσο), συνοψίζει τίς ντιλήψεις το Ζεάμι γιά τό μηχανικό της συγγραφς: «Τό πρτο στάδιο εναι συγκέντρωση του υλικού, το δεύτερο, η σύνθεση τς μουσικς τό τρίτο, συγγραφή του κειμένου. Ο συγγραφέας πρέπει πρτα πό λα να μελετήσει προσεκτικά το υλικό του. Έπειτα, να συνθέσει τα τρία μουσικά μέρη -εσαγωγή (τζό), ανάπτυξη (χά), κορύφωση (κυού)- τσι πού νά ναρμονίζονται όμορφα με τις πέντε σκηνές το ργου. Τέλος, πρέπει νά βρε τίς κατάλληλες λέξεις για να συγγράψει ένα κείμενο εναρμονισμένο μέ τή μουσική δομή» (Παπαπαύλου Κλαίρη, 2013, σελ. 40).

Και το διονυσιακό στοιχείο στη μουσική του χορού και το απολλώνιο στο διάλογο, συνδυάζονται σε μια μορφή τέχνης που γέννησε την αρχαία ελληνική τραγωδία< τράγων ᾠδή, τραγούδι Χορού. Εκείνη όμως τη στιγμή για το Νίτσε «η ψευδαίσθηση του πολιτισμού εξαλείφθηκε από την αρχέγονη εικόνα του ανθρώπου», οι θεατές αποκτούν ένα όραμα που σταδιακά γίνεται όλο πιο νηφάλιο και ορθολογικό, και περιορίζεται η πτυχή του μυστικισμού της συμμετοχής της τέχνης και του μύθου, και μαζί με αυτήν, μεγάλο μέρος της ικανότητας του ανθρώπου να ζει δημιουργικά σε αισιόδοξη αρμονία με τα βάσανα της ζωής. Ωστόσο είναι ανθρώπινο πεπρωμένο να ελέγχεται από τις πιο σκοτεινές συμπαντικές πραγματικότητες και, ταυτόχρονα, να ζει τη ζωή σε έναν τελετουργικό κόσμο. Δεν είναι υγιές για ένα άτομο, ή για μια ολόκληρη κοινωνία, να απορροφάται πλήρως από την κυριαρχία της διονυσιακής ή απολλώνιας πλευράς της ζωής της, βλ. τις προηγούμενες αναρτήσεις μας για τη μετάβαση του σαμάνου στη Μογγολία και τους δράκους της ανατολής και της δύσης στις δημοσιεύσεις για τη Νότια Κορέα και την Ταιβάν. Είναι η στιγμή της νιτσεϊκής «επιβεβαίωσης»/bejahung του κόσμου, την οποία και ο Ντεριντά επιβεβαιώνει στο έργο «Δομή, Σημάδι και Παιχνίδι» ως εξής: «… η χαρούμενη επιβεβαίωση του παιχνιδιού του κόσμου και της αθωότητας του γίγνεσθαι, η επιβεβαίωση ενός κόσμου ζωδίων χωρίς λάθη, χωρίς αλήθεια και χωρίς καταγωγή που προσφέρεται σε μια ενεργητική ερμηνεία».

Μέσα από το αιώνιο ανθρώπινο τελετουργικό παιχνίδι και οι Ιάπωνες δραματουργούν με ευθύνη, σεβασμό και σοβαρότητα την καθημερινότητά τους. Εκατό πενήντα χρόνια μετά τις δομικές αλλαγές της περιόδου Meiji, εξακολουθούν να δηλώνουν το ίδιο ακριβώς (!) πράγμα, τότε έλεγαν: «Δεν θεώρησαν καθόλου το καθήκον τους ως ιδεολογική επανάσταση. Το αντιμετώπισαν σαν δουλειά». Σήμερα διαβάζω ότι στο διεθνές αεροδρόμιο Kansai στην Οσάκα που έφτασα, από το άνοιγμα του το 1994 έως φέτος δηλαδή για 30 συνεχόμενα χρόνια, δεν έχει ποτέ χαθεί ούτε μια βαλίτσα επιβάτη αν και ετησίως διαχειρίζονται περισσότερα από 10 εκατομμύρια βαλίτσες! Ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του αεροδρομίου Kansai, Kenji Takanishi δήλωσε: «Δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε κάνει κάτι ιδιαίτερο. Δουλεύουμε όπως κάνουμε συνήθως. Κάνουμε μόνο τη δουλειά μας σε καθημερινή βάση και αναγνωριζόμαστε γι’ αυτό». Παρακάτω, η βαθιά σοβαρότητα του Ιαπωνικού ιδεώδους της τελετουργίας, του χρυσάνθεμου και του ξίφους, με απαρχές το σιντοϊσμό,  το βουδισμό, το ζεν, το Μπουσίντο.

JAPAN – ΙΑΠΩΝΙΑ: Nara, Kasuga Taisha, Todaiji, 1200 deers messagers, βίντεο διάρκειας 9’ λεπτών: Νάρα η Αρχαία πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, 710-784 μ.Χ., πριν από τη μετακίνησή της στο Κιότο, Οκτώ ναοί και ιερά της Νάρα: Τοντάι-τζι, Σαϊντάι-τζι, Κόφουκου-τζι, Ναός Κασούγκα, Γκάνγκο-τζι, Γιακούσι-τζι, Τοσοντάι-τζι, το παλάτι Χεϊτζό και το Αρχέγονο Δάσος Κασουγκαγιάμα ονομάζονται «Ιστορικά Μνημεία της Αρχαίας Νάρα» ως Μνημεία Παγκόσμιας πολιτιστικής Κληρονομιάς, το Χρυσό Τέμπλο, Βοτανικός κήπος, Θεότητα Kasuga Taisha με τα εκατοντάδες φανάρια, Todaiji , ο Ανατολικός Μεγάλος Ναός ένας από τους 7 Μεγάλους Βουδιστικούς Ναούς της αρχαίας Νάρα με κινέζικες επιρροές, 1200 ελάφια οι «αγγελιοφόροι»

 

Από το παιχνίδι στην τελετουργία και το ιαπωνικό θέατρο

«Μιὰ προσεκτικότερη ἐξέταση τῆς ἰαπωνικῆς σύλληψης του παιχνιδιοῦ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε βαθύτερα ἀπ’ ὅσο ὁ χῶρος τὸ ἐπιτρέπει στη μελέτη τοῦ Ιαπωνικοῦ πολιτισμοῦ. Θὰ ἀρκεστούμε στα ἀκόλουθα. Ἡ ἐξαιρετική ειλικρίνεια καὶ ἡ βαθειὰ σοβαρότητα τοῦ Ιαπωνικού ιδεώδους γιὰ τὴ ζωὴ συγκαλύπτεται ἀπὸ τὸν κρατοῦντα μύθο ὅτι τὰ πάντα εἶναι παιχνίδι. Παρόμοια με την chevalerie τοῦ χριστιανικοῦ Μεσαίωνα, τὸ ἰαπωνικό bushido σχηματίσθηκε ἀποκλειστικὰ σχεδόν στὴ σφαίρα τοῦ παιχνιδιοῦ καὶ τελέστηκε μὲ μορφὲς παιχνιδιοῦ.  ̔Η γλώσσα διατηρεῖ ἀκόμη τὴ σύλληψη αὐτὴ στὴν asobase-kotoba (κατὰ λέξη γλώσσα τοῦ παιχνιδιοῦ) ἢ τὴν εὐγενὴ ὁμιλία, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται κανεὶς μιλώντας με πρόσωπα ἀνώτερης τάξης. Η σύμβαση ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ ἀνώτερες τάξεις ἁπλῶς παριστάνουν ὅλα, ὅσα κάνουν. Ὁ εὐγενὴς φραστικὸς τύπος γιὰ νὰ πεῖ κανεὶς αφθάνετε στο Τόκιο» εἶναι, κατὰ λέξη, «παριστάνετε τὴν ἄφιξη στο Τόκιο»· καὶ γιὰ τὴ φράση «άκουσα ὅτι ὁ πατέρας σας πέθανε», «ἄκουσα ὅτι ὁ πατέρας σας παράστησε ὅτι πέθανε». Μ’ ἄλλους λόγους, ὁ ὁμιλητὴς φαντάζεται ὅτι τὸ σεβάσμιο πρόσωπο ζεῖ σὲ μιὰν ἀνώτερη σφαίρα όπου μόνο ἡ εὐχαρίστηση ἢ ἡ συγκατάβαση προκαλεῖ τὴ δράση.

Παρὰ τὴν ἀπόκρυψη αὐτὴ τῆς ἀριστοκρατικῆς ζωῆς πίσω ἀπὸ τὸ παιχνίδι, ὁ Γιαπωνέζος ἔχει πολὺ ξεκάθαρη ἰδέα γιὰ τὴ σοβαρότητα ἢ τὸ μὴ παιχνίδι. “Η λέξη majime ἀποδίδεται κατὰ ποικίλους τρόπους ὡς σοβαρότητα, νηφαλιότητα, επισημότητα, ἐντιμότητα, ἐπιβλητικότητα, αξιοπρέπεια· ἐπίσης ὡς ἠρεμία, εὐπρέπεια, «εύμορφία». Συνδέεται μὲ τὴ λέξη ποὺ ἀποδίδεται μὲ τὸ «πρόσωπο» στην γνωστή κινεζικὴ ἔκφραση «χάνω τὸ πρόσωπο». Ὅταν χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπίθετο, μπορεῖ ἐξ ἴσον να σημαίνει καὶ ἀπεζός», «προσγειωμένος», καὶ χρησιμοποιεῖται ἐπιπλέον σὲ ἐκφράσεις – πως «αὐτὸ εἶναι ἀπὸ καρδιάς», «είμαι απολύτως ειλικρινής», από θεώρησε εὐαγγέλιο ἀληθείας» (Γιόχαν Χουιζίνγκα, 1938, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (Homo ludens), σσ. 58-59).

«Σε πολλές περιπτώσεις ἔγινε αἰτία να γεννηθεῖ ἕνα σύστημα πολεμικοῦ ἀθλητισμοῦ καὶ τελετουργικοῦ κοινωνικοῦ παιχνιδιοῦ πού κόσμησαν ἀπό κοινοῦ τὸν πραγματικό βίο με ποίηση, όπως στη μεσαιωνικὴ ἱπποσύνη καὶ στὸ γιαπωνέζικο bushido. Ἐδῶ ἡ ἴδια ἡ δύναμη τῆς φαντασίας ἐπιδρά στην προσωπική συμπεριφορὰ τῆς τάξης τῶν εὐγενῶν, ἐνισχύοντας το θάρρος τους καὶ ἐξυψώνοντας τὴν αἴσθηση τοῦ καθήκοντος. Τὸ ἰδεῶδες τῆς εὐγενοῦς ἅμιλλας εἶναι ἰδιαίτερα φανερὸ σὲ μιὰ κοινωνία όπου μιὰ στρατιωτικὴ ἀριστοκρατία μὲ μέτρια ἔγγεια ιδιοκτησία ὑπακούει σ ̓ ἕναν μονάρχη, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται θεϊκὸ καὶ ἱερὸ πρόσωπο, καὶ ὅπου τὸ κύριο καθῆκον τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίστη στὸν αὐθέντη. Μόνο σὲ μιὰ τέτοια φεουδαρχικὰ διαρθρωμένη κοινωνία, ὅπου κανείς ελεύθερος ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται νὰ ἐργάζεται, μπορεῖ ν’ ἀκμάσει ἡ ἱπποσύνη και μαζί της τὸ ἀγώνισμα τῆς κονταρομαχίας. Μόνο κάτω ἀπὸ μιὰ φεουδαρχικὴ ἀριστοκρατία δίνονται ὅρκοι μέχρι θανάτου γιὰ τὴν ἐκπλήρωση ἀνήκουστων κατορθωμάτων μόνο ἐδῶ τὰ λάβαρα, τὰ οἰκόσημα καὶ οἱ θυρεοί γίνονται πράγματι ἀντικείμενα σεβασμοῦ, τὰ ἱπποτικὰ τάγματα ἀνθοῦν καὶ τὰ θέματα κοινωνικῆς βαθμίδας καὶ προβαδίσματος γίνονται καίρια στη ζωή. Μόνο μια φεουδαρχικὴ ἀριστοκρατία ἔχει χρόνο για τέτοια πράγματα. Ὁ θεμελιώδης χαρακτήρας ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλέγματος ἰδανικῶν, τρόπων καὶ θεσμῶν, φαίνεται καθαρότερα σχεδὸν στὴ χώρα τοῦ  ̓Ανατέλλοντος Ηλίου παρὰ στὸν χριστιανικό Μεσαίωνα ἢ στὸ Ἰσλάμ. Οἱ Γιαπωνέζοι σαμουράι εἶχαν τὴν ἀντίληψη πώς ὅ,τι ἦταν σοβαρὸ γιὰ τὸν κοινὸ ἄνθρωπο δὲν ἦταν παρὰ ἕνα παιχνίδι γιὰ τὸν ἀνδρεῖο πολεμιστή. Ἡ ἀριστοκρατικὴ αὐτοκυριαρχία μπροστὰ στὸν κίνδυνο καὶ στὸν θάνατο εἶναι γι’ αὐτὸν ὕψιστη ἐπιταγή. Σ’ αὐτὴ τὴ συνάφεια μποροῦμε νὰ διακινδυνεύσουμε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ ἀνταγωνισμός υβρεολογίας, ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως, μπορεῖ νὰ προσλάβει τὴ μορφὴ μιᾶς δοκιμασίας καρτερικότητας, ὅπου ἡ ἐλεγχόμενη καὶ ἱπποτικὴ συμπεριφορὰ εἶναι τεκμήριο ἑνὸς ἡρωικοῦ τρόπου ζωῆς. Ἕνα σημεῖο τοῦ ἡρωισμοῦ αὐτοῦ εἶναι ἡ πλήρης περιφρόνηση που νιώθουν οἱ ἄνδρες εὐγενοῦς φρονήματος γιὰ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα»  (Γιόχαν Χουιζίνγκα, 1938, σελ. 55), αν και το bushido μπορεί να διαστρεβλωθεί στα κακά χέρια της εξουσίας, βλ. π.χ. την ταινία του  σκηνοθέτη Tadashi Imai (1963) «Bushido».

 

Πηγές και αρχές του Μπουσίντο

Οι πηγές του Bushido αναβλύζουν από τις παραδόσεις του βουδισμού, του ζεν, του σιντοϊσμού, του κομφουκιανισμού, του απόψεις του μελετητή Μένκιου. Πολλές φορές συνάντησα ιερά, τιμώμενα δέντρα και δάση, παραστάσεις, τελετουργίες, αναμμένα στην κυριολεξία κάρβουνα που καλλιεργούσαν αυτές τις αρχές. Οι καταγραφές «Bushido: The Soul of Japan» (1899) του Inazō Nitobe, και το «Hagakure» του Yamamoto Tsunetomo (1659–1719), θεωρούνται από τις σημαντικότερες μελέτες για την εξέλιξη του Μπουσίντο.

«ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΣΙΝΤΟ. ΜΠΟΡΩ νά ἀρχίσω μέ τόν βουδισμό. Μᾶς παρέσχε αυτός μιά ἔννοια ἤρεμης ἐμπιστοσύνης στο πεπρωμένο καί ήσυχης ὑποταγῆς στό ἀναπόφευκτο, μιά στωική αταραξία στη θέα τοῦ κινδύνου ἤ τῆς συμφορᾶς, μια στάση περιφρόνησης τῆς ζωῆς καί συμφιλίωσης μέ τόν θάνατο. Ἕνας φημισμένος δάσκαλος τῆς σπαθασκίας, ὅταν εἶδε τον καλύτερο μαθητή του να βρίσκεται στήν ὑψηλότερη στιγμή τῆς τέχνης του, τοῦ εἶπε: «Πέρα από αυτό πλέον, οἱ ὁδηγίες μου πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη διδασκαλία τοῦ Ζεν». Το Ζέν εἶναι τό γιαπωνέζικο ἰσοδύναμο πρός τό Ντιάνα, πού «ἀντιπροσωπεύει τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου να φθάσει μέσα ἀπό ζῶνες διαλογισμικῆς σκέψεως πέραν τοῦ φάσματος τῆς ρηματικῆς ἐκφράσεως». Η μέθοδός του είναι περίσκεψη καί ὁ σκοπός του, στόν βαθμό πού ἐγώ τόν ἀντιλαμβάνομαι, εἶναι νά πεισθεῖ κάποιος γιά τή βεβαία ὕπαρξη μιᾶς ἀρχῆς πού βρίσκεται κάτω ἀπό ὅλα τά φαινόμενα καί, ἐάν μπορεῖ, γιά τήν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀπόλυτου. Καί νά θέσει ἐν τέλει κάποιος τόν ἑαυτό του σέ ἁρμονία μέ αὐτό τό Ἀπόλυτο. Ἔτσι καθώς ὁρίζεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ζέν, αὐτή ἦταν κάτι περισσότερο ἀπό τό δόγμα μιᾶς κλειστῆς ὁμάδας. Καί φυσικά ὅποιος ἐπιτυγχάνει τή σύλληψη τοῦ Ἀπόλυτου ὑψώνει τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τά ἐφήμερα, τά ἐγκόσμια.

Καί ξυπνᾶ (εὑρισκόμενος) «σέ ἕνα νέο Οὐρανό καί μιά νέα Γῆ». Ὅ,τι ὁ βουδισμός ἀπέτυχε να δώσει, ὁ σιντοϊσμός» τό προσέφερε σέ ἀφθονία. Τέτοια νομιμοφροσύνη στον κυρίαρχο, τέτοιος σεβασμός στην προγονική μνήμη καί τέτοια γονική εὐλάβεια, πού δέν εἶχαν διδαχθεῖ ἀπό κανένα άλλο δόγμα, εἶχαν ἐγχαραχθεῖ στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς διδασκαλίες τοῦ Σίντο, μεταδίδοντας (αὐτό τό ὑλικό) ἔτσι παθητικά στόν κατά τά ἄλλα ἀλαζονικό χαρακτήρα τῶν σαμουράι. Ἡ σιντοϊκή θεολογία δέν ἔχει θέση γιά τό δόγμα τοῦ «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος». Απεναντίας, τό δόγμα του Σίντο πιστεύει στήν ἐγγενή καλοσύνη καί στή θεϊκή καθαρότητα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, θαυμάζοντάς την σάν τό ἄδυτο ἀπό τό ὁποῖο θεϊκοί χρησμοί ἐκπορεύονται. Ὁ καθένας ἔχει παρατηρήσει ὅτι τά ἱερά τοῦ Σίντο εἶναι καταφανῶς ἄδεια ἀπό ἀντικείμενα καί ὄργανα λατρείας, καθώς καί ὅτι ἕνας απλός καθρέφτης που κρέμεται στο θυσιαστήριο συνθέτει τό ουσιαστικό μέρος τῆς ἐπίπλωσης. Ἡ παρουσία αὐτοῦ τοῦ στοιχείου εἶναι εὔκολο νά ἐξηγηθεῖ: Αὐτός ὁ καθρέφτης τυποποιεῖ τήν ἀνθρώπινη καρδιά, ἡ ὁποία, ὅταν εἶναι τελείως γαλήνια και καθαρή, αντανακλᾶ τήν ἴδια τήν εἰκόνα τῆς θεότητας. Ὅταν στέκεσαι λοιπόν μπροστά στό ἱερό τῆς λατρευτικῆς πράξης, βλέπεις τή δική σου εἰκόνα νά ἀντανακλᾶται πάνω στήν ἀπαστράπτουσα ἐπιφάνεια (τοῦ καθρέφτη) καί τότε ἡ πράξη τῆς λατρείας εἶναι ἰσοδύναμη πρός αὐτήν τοῦ παλιοῦ δελφικοῦ χρησμοῦ: γνῶθι σαυτόν. Ἀλλά αὐτογνωσία δέν σημαίνει, στήν ἑλληνική ἤ στήν ἰαπωνική διδασκαλία, γνώση του φυσικοῦ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε τῆς ἀνατομίας του ἤ τῆς, ψυχο-φυσικῆς καταστάσεώς του. Ὡς γνώση ἐδῶ πρέπει να νοηθεῖ ἡ γνώση ἑνός ἠθικοῦ τύπου, ἡ ἐνδοσκόπηση τῆς ἠθικῆς φύσης μας. Ὁ Μόμσεν, συγκρίνοντας τόν Ἕλληνα μέ τόν Ρωμαῖο, λέει ὅτι ὅταν ὁ πρῶτος προέβαινε σε πράξεις λατρείας, ὕψωνε τα μάτια του στόν οὐρανό καί τοῦτο γιατί ἡ προσευχή του ήταν μιά περισυλλογή. Ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐκάλυπτε (μέ πέπλο το κεφάλι του γιατί ἡ δική του προσευχή ἦταν ἀντανάκλαση. Οὐσιαστικά ὅπως ἡ ρωμαϊκή ἀντίληψη τῆς θρησκείας, ἡ ἀντανάκλαση ἡ δική μας ἔθεσε σε προεξάρχουσα θέση ὄχι τόσο τήν ἠθική, ὅσο τήν ἐθνική συνείδηση τοῦ ἀτόμου. Η φύση-λατρεία αὐτῆς τῆς ἀντανάκλασης κατέστησε ἀξιαγάπητη τη χώρα στά μύχια τῶν ψυχῶν μας, ἐνῶ ἡ προγονική μας λατρεία, καθώς αυτή ἰχνηλατεῖται ἀπό γενιά σε γενιά, κατέστησε τήν αὐτοκρατορική οἰκογένεια θεμέλιο λίθο ὁλόκληρου τοῦ ἔθνους. Σ’ ἐμᾶς ἡ χώρα εἶναι κάτι περισσότερο από γῆ καί χῶμα ἀπ’ ὅπου μποροῦμε νά ἐξορύξουμε χρυσό ἤ νά θερίσουμε σιτάρι. Αὐτή (ἡ χώρα) εἶναι ἡ ἱερή κατοικία τῶν θεῶν καί τῶν πνευμάτων τῶν προπατόρων μας. Σ’ ἐμᾶς ὁ αὐτοκράτωρ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἀρχιφύλαξ (Arch Constable) ενός RechtsStaat ἢ ὁ πάτρων ἑνός CulturStaat. Εἶναι ὁ ἐνσώματος ἀντιπρόσωπος τοῦ Οὐρανοῦ ἐπί τῆς Γῆς, μέ ἀναμεμειγμένα στο πρόσωπό του τη δύναμή του καί τήν εὐσπλαχνία του. Εάν αυτό που λέει ὁ Μ. Μπουτμύ εἶναι ἀληθές γιά τήν ἀγγλική βασιλική οἰκογένεια ὅτι «δέν εἶναι μόνο ἡ εἰκόνα τῆς ἐξουσίας ἀλλά ὁ πρωτουργός καί τό σύμβολο τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας», ὅπως πιστεύω ὅτι εἶναι, αὐτό ισχύει διπλά καί τριπλά γιά τή βασιλεία στήν Ἰαπωνία.

Οἱ δοξασίες τοῦ σιντοϊσμοῦ καλύπτουν τα δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά στη συναισθηματική ζωή τῆς φυλῆς μας: τόν πατριωτισμό καί τή νομιμοφροσύνη. Ὁ Ἄρθουρ Μαίη Κνάπ πολύ σωστά λέει: «Στήν ἑβραϊκή φιλολογία είναι συχνά δύσκολο να διακρίνεις ἐάν ὁ συγγραφέας μιλάει γιά τό Θεό ἤ γιά τήν Εβραϊκή Κοινοπολιτεία γιά τόν Οὐρανό ἤ γιά τήν Ἱερουσαλήμ· γιά τόν Μεσσία ἤ γιά τό ἴδιο τὸ Ἔθνος». Μιά παρόμοια σύγχυση μπορεῖ νά παρατηρηθεῖ στὴν ὀνοματολογία τῆς δικῆς μας ἐθνικῆς πίστεως. Εἶπα σύγχυση γιατί ἔτσι θα θεωρηθεῖ ἀπὸ ἕναν ὁποιονδήποτε λογικό διανοούμενο, λόγῳ τῆς ρηματικῆς ἀμφιβολίας της. Ακόμη, καθώς αὐτή ἡ ὀνοματολογία ἀποτελεῖ ἕνα πλαίσιο αἰσθημάτων ἐθνικοῦ ἐνστίκτου και ράτσας, ποτέ δέν θά ἀποτελέσει θέμα για συστηματική φιλοσοφία ἢ αἰτιοκρατική θεολογία». [Με την «Οδηγία του Σιντοϊσμού»/«Shinto Directive» το 1945 προς την ιαπωνική κυβέρνηση καταργείται η υποστήριξη στη θρησκεία του «Κρατικού Σιντοϊσμού» που θεωρήθηκε από τους Συμμάχους ότι συνέβαλε σημαντικά στον εθνικισμό της Ιαπωνίας που οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο].

Αὐτή ἡ θρησκεία –ἢ δέν εἶναι πιό σωστό νά ποῦμε: τά φυλετικά συναισθήματα μέ τά ὁποῖα αὐτή ἡ θρησκεία εκφράζεται; ἐμπότισε καθ’ ὁλοκληρίαν το Μπουσίντο μέ νομιμοφροσύνη πρός τόν ἡγεμόνα καί ἀγάπη πρός τήν πατρίδα. Αὐτά τά συναισθήματα δροῦσαν περισσότερο ὡς παρορμήσεις παρά ὡς δόγματα. Γιατί ὁ σιντοϊσμός, σε αντίθεση πρός τή μεσαιωνική χριστιανική Εκκλησία, σπανίως διέτασσε στους πιστούς του cre denda (πρακτέα πίστεως), ἐνῶ ταυτοχρόνως τούς ἐφοδίαζε με agenda (ἡμερήσια διάταξη) πρακτέων ἔντιμου καί ἁπλοῦ τύπου».

JAPAN – ΙΑΠΩΝΙΑ: Kyoto, Fushimi Inari Shrine, The Golden Pavilion, Ναός ιγιομιζού/Kiyomizu-dera, Bunraku παραδοσιακό ιαπωνικό κουκλοθέατρο, Κάστρο Nijo, Ginkakuji, Philosopher’s Walk, βίντεο διάρκειας 13’ λεπτών: Φουσίμι Ινάρι-τάισα/Fushimi Inari-taisha κεντρικό ιερό του σιντοιστικού πνεύματος κάμι Ινάρι του ρυζιού, της γεωργίας και των επιχειρήσεων, το Φουσίμι Ινάρι-τάισα κατασκευάστηκε το 711 μ.Χ., με περίπου 10.000 χιλιάδες τοριί, η τελετή της φωτιάς, η αλεπού συμβολίζει τη γονιμότητα, την καλοσύνη και την κακία αγγελιοφόρος του θεού του ρυζιού Inari, το Χρυσό Περίπτερο/The Golden Pavilion δυο σημαντικές κινηματογραφικές καταγραφές, Yôichi Takabayashi, Kinkakuji, Temple of the Golden Pavilion (1976), Paul Schrader, Mishima: A Life in Four Chapters (1985), τελετή τσαγιού: το «μυστικό» της τελετής δεν έχει να κάνει με το τσάι αλλά την ευαισθησία και την αφοσίωση στη στιγμή «να μάθουμε να ξαναβρίσκουμε τη μαγεία στα συνηθισμένα» Okakura Kakuzo, The Book of Tea, Βουδιστικός Ναός Κιγιομιζού/Kiyomizu-dera, Συνοικία Gion με τις γκέισας: Bunraku παραδοσιακό ιαπωνικό κουκλοθέατρο από τον 17ο αιώνα, Φεουδαρχικό Κάστρο Nijo Σαμουράι, Philosopher’s Walk 

«Οἱ διδασκαλίες τοῦ Κομφούκιου, ὡς αὐστηρά ἠθικά δόγματα, ὑπῆρξαν ἡ πιό γόνιμη πηγή του Μπουσίντο. Ὁ καθαρός λόγος του γιά τίς πέντε ἠθικές σχέσεις, μεταξύ ἀφέντου και δούλου (κυβερνῶντος και κυβερνωμένου), πατρός καί υἱοῦ, ἀνδρός συζύγου καί γυναικός, μεγαλύτερου καί μικρότερου ἀδελφοῦ καί μεταξύ φίλων, δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ πού τό φυλετικό ένστικτο ἀνεγνώριζε πρίν ἀκόμη τά γραπτά τοῦ Κομφούκιου εἰσαχθοῦν ἀπό τήν Κίνα. Ὁ ἤπιος, καλοκάγαθος καί κοσμικά σοφός χαρακτήρας τῶν ἠθικοπολιτικῶν διδαγμάτων του ταίριαζε ἰδιαιτέρως στούς σαμουράι πού ἀποτελοῦσαν τήν ἄρχουσα τάξη. Ὁ ἀριστοκρατικός και συντηρητικός τόνος του ἦταν ἄριστα προσαρμοσμένος στις προδιαγραφές αὐτῶν τῶν πολεμιστῶν-κυβερνητῶν.

Παράλληλα μέ τόν Κομφούκιο, Μένκιος άσκησε τεράστια ἐπιρροή πάνω στο Μπουσίντο. Οἱ δυνατές καί συχνά ἐντελῶς δημοκρατικές θεωρίες του ἐγένοντο ὑπερβολικά αποδεκτές από τίς εὐαίσθητες φύσεις, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἐθεωρήθησαν ἐπικίνδυνες καί ἀνατρεπτικές τῆς ὑπάρχουσας κοινωνικής τάξεως. Γι’ αὐτό καί οἱ προτάσεις του ἦσαν για πολύ καιρό ὑπό λογοκρισία. Παρά ταῦτα οἱ λόγοι αὐτοῦ τοῦ μεγάλου δασκάλου βρήκαν μόνιμο καταφύγιο στην καρδιά τῶν σαμουράι» (σσ. 64-69).

Το Μπουσίντο ἔγινε φῶς γνώσεως τό ἴδιο. «Το να γνωρίζεις καὶ τὸ νὰ πράττεις εἶναι ἕνα καί τό αὐτό». «Παρακαλῶ νὰ κάνουμε μια στιγμιαία παρέκβαση, μια και εἴμαστε σ’ αὐτό τό θέμα, δεδομένου μάλιστα ότι μερικοί από τούς εὐγενέστερους τύπους τῶν Μπουσί ἦσαν ἔντονα ἐπηρεασμένοι ἀπό τίς διδασκαλίες αὐτοῦ τοῦ σοφοῦ. Οἱ Δυτικοί αναγνῶστες εὔκολα θά ἀναγνωρίσουν στα γραπτά του πολλές αναλογίες προς την Καινή Διαθήκη. Επιτρέποντας στους ἑαυτούς μας –γιατί οἱ ὅροι ἠχοῦν παράξενα και στις δυό διδασκαλίες- τό ἐδάφιο: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί την δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Κα τὰ Ματθαῖον, 6.33), τό ἐδάφιο αυτό μεταφέρει μια σκέψη πού μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σχεδόν σε κάθε σελίδα του Ουάνγκ Γιάνγκ Μίνγκ. Ἕνας Γιαπωνέζος μαθητής του λέει: «Ὁ ἄρχων τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γῆς, ὅλων τῶν ζώντων ὄντων, κατοικεῖ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί γίνεται αὐτός ὁ νοῦς του (kokoro)· ἔτσι ὁ νοῦς εἶναι ζωντανό πράγμα καί πάντα φωτεινό». Καί πάλι: «Τό πνευματικό φῶς τοῦ οὐσιώδους μέρους μας εἶναι καθαρό καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Αυθόρμητα καθώς αὐτό ξεπηδά ἤ ἀστράφτει στόν νοῦ μας, μᾶς δεί τί εἶναι σωστό καί τί λάθος. Καί αὐτό καλεῖται συνείδηση. Εἶναι τό φῶς πού προέρχεται ἀπό τό θεό τοῦ Οὐρανοῦ». Πόσο πολύ, στ’ ἀλήθεια, αὐτοί οἱ λόγοι ἠχοῦν σάν κάποια ἐδάφια ἀπό τόν Ἰσαάκ Πένινγκτον ἤ ἄλλους μυστικιστές φιλοσόφους!

Τείνω να σκέπτομαι ὅτι ὁ ἰαπωνικός νοῦς, ὅπως αὐτός ἐκφράζεται στα ἁπλά δόγματα τῆς θρησκείας τοῦ Σίντο, ἦταν συγκεκριμένα ἀνοιχτός στήν ὑποδοχή τῶν ἐντολῶν τοῦ Οὐάνγκ Γιάνγκ Μίνγκ. Ἐδίδαξε τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τῆς συνειδήσεως σέ ἀκραία μεταφυσική, ἀποδίδοντας σ’ αὐτήν τήν ἰδιότητα να συλλαμβάνει ὄχι μόνο τή διάκριση μεταξύ σωστοῦ καί λάθους ἀλλά καί τή φύση τῶν ψυχικῶν γεγονότων καί τῶν ψυχικῶν φαινομένων» (Inazo Nitobe, 1862-1933, Bushido, the Soul of Japan/Νιτόμπε, Ι. Μπουσίντο, ο κώδικας των σαμουράι, σσ. 70-71).

Ορισμένες αρχές του Μπουσίντο: «Εθύτητα εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀποφασίζειν ἐπί τῇ βάσει μιᾶς ὁρισμένης γραμμῆς συμπεριφορᾶς καί συμφώνως προς κάποιον σκοπό χωρίς ταλάντευση. Να πεθαίνεις ὅταν εἶναι σωστό να πεθάνεις. Να χτυπᾶς ὅταν εἶναι σωστό να χτυπήσεις» (σελ. 74).

«Κουράγιο, θάρρος, εἶναι τό νά πράττεις το σωστό». Τό νά διατρέχει κανείς ὅλων τῶν εἰδῶν τούς κινδύνους, τό να διακινδυνεύει κανείς τήν ἴδια τή ζωή του, τό να ορμά μέσα στα σαγόνια του θανάτου — αὐτά εἶναι συχνά ταυτιζόμενα πρός τήν ἀνδρεία» (σελ. 78).

«Η ΑΓΑΠΗ, μεγαθυμία, ή συμπάθεια γιά τούς ἄλλους, ἡ συμπόνια καί ὁ οἶκτος ἀνεγνωρίζοντο πάντα ὡς ὑπέρτατες ἀρετές, οἱ ὑψηλότερες ἀπό ὅλες τίς ἰδιότητες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς» (σελ. 86).

«Μποροῦμε σεμνά νά ποῦμε ὅτι εγένεια εἶναι ὅ,τι «ὑποφέρει πολύ καί εἶναι ἀγαθό· δέν φθονεί, δέν μεγαλαυχεί, οὔτε φουσκώνει· δέν συμπεριφέρεται ἀπρεπῶς, δέν αὐτοεπιδει κνύεται, δέν ἐρεθίζεται εὔκολα, δέν λογαριάζει το κακό» (σελ. 98). «Ο Κομφούκιος ὁ ἴδιος ἔχει ἐπανειλημμένως διδάξει ὅτι τά ἐξωτερικά στολίδια μικρή σχέση ἔχουν μέ τήν κοσμιότητα – ὅπως οἱ ἦχοι μέ τή μουσική» (σελ. 99).

Ἡ ἀποθέωση τῆς Ειλικρίνειας, στήν ὁποία ὁ Κομφούκιος δίνει ἔκφραση στό ἔργο του Το Δόγμα τοῦ Μέσου, γίνεται μέ τό νά ἀποδίδει σ’ αυτήν μεταφυσικές δυνάμεις, σχεδόν ταυτίζοντάς τες μέ τίς θεϊκές. «Ἡ εἰλικρίνεια εἶναι τό τέλος καί ἡ ἀρχή ὅλων τῶν πραγμάτων. Χωρίς ειλικρίνεια δέν θά ὑπῆρχε τίποτα» (σελ.107).

«Η ΕΝΝΟΙΑ τῆς τιμς, πού προϋποθέτει μια ζῶσα συνείδηση προσωπικῆς ἀξιοπρέπειας καί ἀξίας, δέν θά μποροῦσε νά μή χαρακτήριζε τούς σαμουράι, γεννημένους καί ἀναθρεμμέους να τιμοῦν τά καθήκοντα καί τά προνόμια τοῦ ἐπαγγέλματός τους. Μολονότι ἡ λέξη που συνήθως δίδεται σήμερα σάν μετάφραση τοῦ ὅρου «τιμή» δέν ἐχρησιμοποιεῖτο ἐλεύθερα, ἐν τούτοις ἡ ἰδέα (τῆς τιμῆς ἐσυνοδεύετο ἀπό ἄλλους ὅρους όπως νά (ὄνομα), μέν μάκου (ἐμφάνιση, ὄψη), γκουάι-μπούν (ἔ- ξωθεν καλή μαρτυρία). Αὐτά μᾶς θυμίζουν ἀντιστοίχως τή βιβλική χρήση τοῦ ὀνόματος», τήν ἐξέλιξη του όρου «προσωπικότης» ἀπό τό ἑλληνικό προσωπείο-μάσκα καί τή «φήμη». Τό καλό ὄνομα, ἡ ὑπόληψη, «τό ἀθάνατο μέρος τοῦ καθενός, αὐτὸ ποὺ ἐπιζεῖ τοῦ ζωώδους ὄντος», ἐθεωρεῖτο ὡς πολύ φυσική υπόθεση. Οποιαδήποτε καταπάτηση τῆς ἀκεραιότητας του και τοῦ ὀνόματος ἔπεφτε σαν ντροπή, καί ἡ ἔννοια τῆς ντροπῆς (ρέν-τσι σίν) ἦταν μιά ἀπό τίς πιό πρώιμες και πιο θελκτικές στὴν ἐκπαίδευση τῶν μικρῶν παιδιῶν. «Θα γελοῦν μ ̓ ἐσένα», «Θὰ σε ντροπιάσει», «Δεν ντρέπεσαι;» ἦταν ἡ τελευταία ἔκκληση για σωστή συμπεριφορά σχετικά μέ τήν ἀποφυγή τῶν παιδικῶν παραπτωμάτων. Τέτοιο καταφύγιο τιμῆς ἄγγιζε τίς πιο ευαίσθητες πτυχές της ψυχή του παιδιού, έστω και αν αυτή (η ψυχή του) είχε γνωρίσει τη θαλπωρή τῆς τιμῆς ἀπό τότε πού το παιδί ἦταν ἀκόμη στην κοιλιά τῆς μάνας του. Γιατί, ἀκόμη πιό ἀληθινά, ἡ τιμή εἶναι μιά προγεννησιακή επιρροή, στενά συνδεδεμένη με ἰσχυρές οἰκογενειακές συνειδητοποιήσεις. «Ὁταν χάνεται ἡ ἀλληλεγγύη ἀπό τίς οἰκογένειες», λέει ὁ Μπαλζάκ, «ἡ κοινωνία χάνει τη θεμελιακή δύναμη πού ὁ Μοντεσκά ὀνόμαζε τιμή». Ἀληθῶς ἡ ἔννοια τῆς ντροπῆς μου φαίνεται πώς εἶναι ἡ πρωιμότατη ένδειξη τῆς ἠθικῆς συνείδησης της φυλής» (σσ. 115-116).

«Ὁ Γκρίφις εἶχε ἀπόλυτο δίκιο ὅταν ἔγραψε ὅτι ἐνῶ στήν Κίνα ἡ κομφουκιανή ἠθική ἀνήγαγε τήν ὑπακοή στους γονείς σε πρωταρχικό ἀνθρώπινο καθήκον, στήν Ιαπωνία προτεραιότητα ἐδίδετο στη νομιμοφροσύνη» (σελ. 125).

«Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να εφαρμόσει κανείς στην ιπποτική παιδαγωγική ήταν η διάπλαση του χαρακτήρα, αφήνοντας έτσι στη σκιά τις λεπτότερες ιδιότητες της φρόνησης, της ευφυίας και της διαλεκτικής. Έχουμε ἀντιληφθεῖ τόν σπουδαίο ρόλο πού τά αἰσθητικά προσόντα ἔπαιζαν στήν ἐκπαίδευση του ιππότη. Ἐνῶ αὐτά ήσαν ἀπαραίτητα γιά ἕναν ἄνθρωπο κουλτούρας, τά ἴδια ἦσαν μᾶλλον περιττά ἐξαρτήματα παρά οὐσιώδη στοιχεῖα στήν ἐξάσκηση του σαμουράι. Βεβαίως ή διανοητική ανωτερότητα ἐξετιμᾶτο. Αλλά ἡ λέξη chi, ἡ ὁποία ἔχρησιμοποιεῖτο γιά νά δηλώσει διανοητικότητα, ἐσήμαινε σοφία κατά πρώτη ἔννοια καί στή γνώση ἔδινε μόνο μια πολύ υποδεέστερη θέση. Ο τρίποδας πάνω στόν ὁποῖο ἐστηρίζετο το πλαίσιο τοῦ Μπουσίντο ήταν: chi, jin, ju, δηλαδή ἀντιστοίχως, σοφία, καλοσύνη καί θάρρος. Ὁ σαμουράι ήταν βασικά ἕνας ἄνθρωπος δράσης. Ἡ ἐπιστήμη δέν ἔφερε τὸ χρῶμα τῆς δικῆς του συνεισφοράς. Τη χρησιμοποιοῦσε ἀξιοποιώντας τα πλεονεκτήματά της εἰς ὅσα ἀφοροῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τῶν ὅπλων. Η θρησκεία καί ἡ θεολογία εἶχαν παραχωρηθεί στούς ἱερεῖς. Ὁ σαμουράι ἐνδιεφέρετο γι’ αυτές μόνο καθ’ ὅσον αὐτές βοηθοῦσαν στην καλλιέργεια των ψυχικών δυνάμεών του, τοῦ θάρρους καί τοῦ κουράγιου του. Όπως ένας Άγγλος ποιητής, ὁ σαμουράι πίστευε ότι «δέν εἶναι ἡ πίστη που σώζει τον άνθρωπο, αλλά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δικαιώνει τήν πίστη» (σελ. 133). Ο Nitobe Inazō συνολικά παραθέτει οκτώ αρετές του Bushido: δικαιοσύνη, θάρρος, έλεος, σεβασμός, ειλικρίνεια, τιμή, πίστη και αυτοέλεγχος. Ο κώδικας Μπουσίντο ενέπνευσε και το δυτικό κινηματογράφο, βλ. ενδεικτικά «Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο»/Le Samourai (1967) σε σκηνοθεσία του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ και πρωταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν.

 

Αυτοέλεγχος, στωικισμός, σεπούκου (χαρακίρι)

«Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ τῆς γενναιότητας ἀπό τή μιά, ἡ ἀγόγγυστη και ἐντυπωμένη στον νοῦ ἀντοχή καί ἡ διδασκαλία τῆς εὐγένειας ἀπό τήν ἄλλη ἀπαιτοῦν ἀπό μᾶς νά μήν καταστρέψουμε τη γαλήνη τοῦ ἄλλου μέ ἐκφράσεις τῆς λύπης μας ἤ τοῦ πόνου μας. Αὐτό, ἄν συνδυασθεῖ καί μέ τή γένεση μιᾶς στωικῆς στροφῆς τοῦ νοῦ, τελικά θά μᾶς ἐπιβεβαιώσει το γεγονός ὅτι ὁ αὐτοέλεγχος εἶναι ἐθνικό χαρακτηριστικό ενός φαινομενικοῦ στωικισμοῦ. Λέω φαινομενικοῦ στωικισμού γιατί δεν πιστεύω ὅτι ο ἀληθινός στωικισμός μπορεῖ ποτέ νά ἀποβεῖ τό χαρακτηριστικό ἑνός ὁλόκληρου ἔθνους. Καθώς επίσης γιατί ὁρισμένοι ἀπό τούς ἐθνικούς μας τρόπους καί τίς συνήθειές μας μπορεῖ νά φανοῦν σέ κάποιον ξένο παρατηρητή σκληρόκαρδοι. Ακόμη (ἄς σημειώσουμε ἁπλῶς ὅτι εἴμαστε τό ἴδιο εὐαίσθητοι καί ἐπιδεκτικοί σε τρυφερά αἰσθήματα ὅπως ὁποιαδήποτε ράτσα κάτω ἀπό τόν οὐρανό» (σελ. 140).

«Ἡ ἄσκηση στὸν αὐτοέλεγχο μπορεῖ εὔκολα να πάει πολύ μακριά. Μπορεῖ νά καταστείλει τό εὐχάριστο ρεῦμα τῆς ψυχῆς μας. Μπορεῖ νά ἀναγκάσει εὔπλαστες φύσεις να γίνουν διαστροφικές καί τερατώδεις. Μπορεῖ νά γεννήσει φανατισμό, να θρέψει ὑποκρισία ἤ νά ἀποβλακώσει συμπάθειες. Τό νά ὑπάρχει μιά ἀρετή τόσο ευγενής ὅσο ποτέ, αὐτό ἔχει καί τά ἀντίθετά του καί τά κίβδηλά του. Πρέπει σε κάθε ἀρετή νά ἀναγνωρίζουμε τή δική της θετική υπεροχή καί νά ἀκολουθοῦμε τό δικό της θετικό ἰδεῶδες. Καί τό ἰδεῶδες τῆς αὐτοσυγκράτησης εἶναι νὰ διατηροῦμε τό ἐπίπεδο τοῦ νοῦ μας ὅπως εἶναι ἡ δική μας ἔκφραση- ἤ, γιά νά δανεισθῶ ἕναν ἑλληνικό όρο, να ἐπιτύχουμε μια κατάσταση εὐθυμίας (euthymia), τήν ὁποία ὁ Δημόκριτος ἀποκαλοῦσε «ὕψιστο καλό» (Inazo Nitobe, 1862-1933, σελ. 146).

Η ανθρωπολόγος Ruth Benedict (1946) παραθέτει ορισμένα παραδείγματα για τον τρόπο που εκδηλώνεται ο αυτοέλεγχος στους Ιάπωνες. «Ο στωικισμός, ο αυτοέλεγχος που απαιτείται από έναν Ιάπωνα που σέβεται τον εαυτό του είναι μέρος του «giri» του [Το «Giri» αντιστοιχεί στο «καθήκον»/duty, «υποχρέωση»/obligation ή ακόμα και ως «βάρος της υποχρέωσης»/burden of obligation, «να υπηρετείς τους ανωτέρους σου με αυτοθυσία» όπως τον αυτοκράτορα, τους ανωτέρους στο χώρο εργασίας, τους γονείς σου που σε έφεραν στη ζωή, τους δασκάλους σου που σε βοήθησαν να μορφωθείς, είναι η εκπλήρωση των συμβατικών σχέσεων και των καθηκόντων. Η σύγκρουση μεταξύ του giri/καθήκον και του ninjō/«ανθρώπινο συναίσθημα» είναι ιστορικά πρωταρχικό θέμα του ιαπωνικού δράματος]. Μια γυναίκα μπορεί να μην φωνάζει κατά τον τοκετό και ένας άντρας πρέπει να ξεπεράσει τον πόνο και τον κίνδυνο. Όταν οι πλημμύρες σαρώνουν το ιαπωνικό χωριό, κάθε άτομο που σέβεται τον εαυτό του συγκεντρώνει τα απαραίτητα που πρόκειται να πάρει μαζί του και αναζητά υψηλότερα σημεία. Δεν υπάρχει κατακραυγή, ούτε τρέξιμο από εδώ κι εκεί, ούτε πανικός [μοιάζει με μια ήρεμη άσκηση σεισμού στα σχολεία μας χωρίς πανικό]. Όταν οι ισημερινοί άνεμοι και η βροχή έρχονται σε ισχύ τυφώνα, υπάρχει παρόμοιος αυτοέλεγχος. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι μέρος του σεβασμού που έχει ένα άτομο για τον εαυτό του στην Ιαπωνία, ακόμη και αν αυτό δεν μπορεί να ανταποκριθεί» (σελ. 97).

Σεπούκου (χαρακίρι). Τα σπλάχνα ταυτίζονται με τη λειτουργία της ψυχής ως χώρου των ανθρώπινων συναισθημάτων σε διάφορες κουλτούρες. Ο Ρίτσος στον Επιτάφιο (1956) γράφει: «Γιέ μου, σπλάχνο τν σπλάχνων μου, καρδούλα τς καρδις μου…». Το ίδιο ισχύει και για τους Σαμουράι. «Γιατί ἡ ἐπιλογή αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου μέρους τοῦ σώματος για να ἐνεργήσει κανείς ἐπάνω του ἐστηρίζετο σε μια παλιά ανατομική πίστη πού ἔλεγε ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἕδρα τῆς ψυχῆς καὶ τῶν παθῶν. Ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔγραψε ότι «τοῦ Ἰωσήφ τα σπλάχνα λαχταρούσαν γιὰ τὸν ἀδελφό του» ἤ ὅταν ὁ Δαυίδ προσευχόταν στο Θεό νά μήν ξεχάσει τα σπλάχνα του ἢ ὅταν ὁ Ἠσαΐας, ὁ Ἱερεμίας καί οἱ ἄλλοι ἐμπνευσμένοι μιλούσαν για «ἠχοῦντα» καί «ταρασσόμενα» σπλάχνα, ὅλοι μαζί καί ὁ καθένας ξεχωριστά ὑποστήριζαν τήν μεταξύ τῶν Ἰαπώνων κρατούσα πίστη ὅτι στα σπλάχνα ἐφυλάσσετο ἱερῶς ἡ ψυχή. Οἱ Σημίτες μιλοῦσαν συνήθως γιά τό συκώτι, τα νεφρά καί τό λίπος πού τά περιβάλλει σάν τήν ἕδρα τοῦ συναισθήματος και τῆς ζωῆς. Ὁ ὅρος hara ἦταν πιο περιεκτικός ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἑλληνικός φρήν (phren) ἤ θυμός (thumos). Καί ὁ ἑλληνικός καί ὁ ἰαπωνικός ὁμοίως ἐθεωροῦσαν ὅτι τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου κατοικεῖ κάπου σ’ αὐτή τήν περιοχή. Μια τέτοια ἀντίληψη δέν περιορίζεται κατ’ οὐδένα τρόπο μόνο στους λαούς τῆς ἀρχαιότητας. Οἱ Γάλλοι, σέ πεῖσμα τῆς θεωρίας πού προεβλήθη ἀπό ἕναν ἀπό τούς πιό διακεκριμένους φιλοσόφους τους, τόν Καρτέσιο, ὅτι δηλαδή ἡ ψυχή τοποθετεῖται στόν κωνοειδή ἀδένα, ἀκόμη ἐπιμένουν στή χρήση τοῦ ὅρου ventre (κοιλιά), ὁ ὁποῖος, ἄν καί κατά μία έννοια ἀνατομικῶς εἶναι τόσο ἀσαφής, εἶναι ἐν τούτοις φυσιολογικῶς σημαντικός. Ομοίως, τα σπλάχνα (en- trailles) σημαίνουν στή γλώσσα τους (τῶν Γάλλων) συναίσθημα καί συμπάθεια. Οὔτε εἶναι μιά τέτοια πίστη μιά ἁπλή προκατάληψη, γιά τόν λόγο ὅτι εἶναι περισσότερο ἐπιστημονική ἀπό τή γενική ιδέα που καθιστά την καρδιά το κέντρο τῶν σναισθημάτων. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν καλόγερο, ὁ Γιαπωνέζος ἤξερε καλύτερα ἀπό τόν Ρωμαῖο: «Σε ποιό ἀχρεῖο μέρος αὐτῆς τῆς ἀνατομίας του καθενός τό ὄνομα διαμένει;» Οἱ σύγχρονοι νευρολόγοι μιλοῦν γιά υπογαστρικούς καί λεκανικούς ἐγκεφάλους, δηλώνοντας μέ αὐτό τά κέντρα τοῦ συμπαθητικού νεύρου σ’ ἐκεῖνα τά μέρη τά ὁποῖα δέχονται ἰσχυρό ἐπηρεασμό ἀπό κάθε φυσική, σωματική δράση. Αὐτή ἡ ἄποψη τῆς πνευματικῆς φυσιολογίας ἐάν γίνει δεκτή, ὁ συλλογισμός τοῦ σεπούκου εἶναι εὔκολο να χτισθεῖ. [Και τότε με το σεπούκου]: «Θά νοίξω τήν δρα τς ψυχς μου καί θά σο δείξω πς ατή περνά. Δές σύ μόνος σου ν εναι μολυσμένη καθαρή» (Inazo Nitobe, 1862-1933, σσ. 148-150).

«Τώρα οἱ ἀναγνῶστες μου θά καταλάβουν ὅτι τό σεπούκου δέν ἦταν μια απλή αυτοκτονική διαδικασία. Ήταν ἕνας θεσμός, νομικός καί τελετουργικός. Ὡς μία ἐφεύρεση τοῦ Μεσαίωνα, ἦταν μιά διαδικασία μέ τήν ὁποία οἱ πολεμιστές ἐξηγνίζοντο ἀπό τά κρίματά τους, ἀπελογοῦντο γιά τά λάθη τους, ἐδραπέτευαν ἀπό τήν καταισχύνη, ἀπελύτρωναν τους φίλους τους ἤ ἀπεδείκνυαν τήν ειλικρίνειά τους. Ὅταν ἐπεβάλλετο ὡς νομική ποινή, ἐξησκεῖτο μέ τήν ὀφειλόμενη τελετουργία. Ήταν ή λεπτότητα στην αυτοκαταστροφή και κανένας δεν θα μπορούσε νά τήν ἐκτελέσει χωρίς τήν ἔσχατη ψυχραιμία τῆς ψυχικής διάθεσης καί τήν αταραξία της συμπεριφοράς, καί γι’ αὐτούς τούς λόγους ἦταν ἰδιαιτέρως ἁρμόζον στο επάγγελμα του Μπουσί» (Inazo Nitobe, 1862-1933, σελ. 152).

JAPAN – ΙΑΠΩΝΙΑ: Μνημείο Ειρήνης Χιροσίμα, Θόλος Ατομικής Βόμβας, Atomic Bomb Dome, Μουσείο Ειρήνης/Hiroshima Peace Memorial Museum, kinosaki-onsen, Osaka, Κάστρο Χιμέτζι/ Himeji Castle, βίντεο διάρκειας 12’ λεπτών: Hiroshima Peace Memorial, Hiroshima atomic dome, peace memorial museum, kinosaki-onsen, Osaka, Κάστρο Χιμέτζι από το 1333

 

Ο θάνατος στην ιαπωνική παράδοση & ο οδηγός «Hagakure» του Yamamoto Tsunetomo

«Παρ’ όλο που, όπως αναφέρθηκε και πριν, οι Ιάπωνες δεν ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία, οι πνευματικές αντιλήψεις και οι αξίες τους παραμένουν εξαιρετικά δυνατές και βαθιές. Οι λαϊκές παραδόσεις και οι θρύλοι άντεξαν στο χρόνο μόνο και μόνο επειδή οι άνθρωποι τους μοιράζονταν στις καθημερινές τους αλληλεπιδράσεις. Η αντοχή αυτή αντικατοπτρίζει τις πολιτισμικές αξίες, αφού αυτές είναι ουσιαστικά που επιβιώνουν και όχι μια συγκεκριμένη αρχική ιστορία. Έτσι, οι ιαπωνικοί θρύλοι αυτοί δεν αφηγούνται απλά μια παράδοξη ιστορία, αλλά αποτελούν σαφή έκφραση των αξιών αυτών, οι οποίες υπό άλλες συνθήκες, θα παρέμεναν αόριστες.

Μια από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη, πολιτισμική ανησυχία των Ιαπώνων μέχρι και σήμερα είναι ο θάνατος και οι επιπτώσεις του στην καθημερινή ζωή. Ο θάνατος είναι ένα αρχετυπικό θέμα στην ιαπωνική λαογραφία, παρουσιαζόμενο ως σύμβολο της παροδικότητας της ζωής, αλλά και σαν μια ιδέα η οποία αγγίζει και άλλους τομείς της κοσμοθεωρίας των Ιαπώνων, αφού μπορεί να έχει προεκτάσεις που αφορούν το καθήκον, το χρέος, την τιμή και την προσωπική ευθύνη. Η υποβλητική δύναμη του θέματος αυτού έγκειται και στο γεγονός ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανά μέσα στους κόσμους των ζωντανών και των νεκρών, οι υποχρεώσεις της οικογένειας απέναντι στους προγόνους της συνεχίζονται πολλά χρόνια μετά το θάνατό τους και άρα οι άνθρωποι μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι με φαντάσματα παντού και πάντα.

Αυτό το αίσθημα της υποχρέωσης και του καθήκοντος απέναντι στους νεκρούς μπορεί να γίνει πιο εύκολα κατανοητό μέσα από τον όρο ον/on [Ōn σημαίνει χρέος ή υποχρέωση ευγνωμοσύνης αλλά δεν είναι μια απλή ευγνωμοσύνη «Σου οφείλω μια χάρη». Αυτό καλύπτεται στην έννοια του giri. Το Ōn είναι ευγνωμοσύνη που οφείλουμε στους γονείς, τους παππούδες, τους δασκάλους μας για όλη τη φροντίδα και την καλοσύνη που μας έδωσαν όπου οι υποχρεώσεις μας είναι τόσο μεγάλες που δεν μπορούμε ποτέ να τις ξεπληρώσουμε πραγματικά]. Για τους Ιάπωνες, ον είναι η υποχρέωση που έχουν, εφόσον έχουν γίνει αποδέκτες αγάπης, χάρης ή και συμβουλών από άτομα ανώτερά τους στο κοινωνικό τους σύστημα, να ανταποδώσουν τη χάρη αυτή. Αυτή η έννοια βρίσκει μορφή και μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, καθώς υπάρχει το ον των παιδιών απέναντι στους γονείς ή και της νεότερης γενιάς απέναντι στους προγόνους της, αλλά και μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, καθώς υπάρχει και το ον του λαού απέναντι στον αυτοκράτορα, ως πατρική φιγούρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το κάθε άτομο να βρίσκεται πάντα υπόχρεο απέναντι σε κάποιον, αλλά και να απολογείται σε περίπτωση που δεν καταφέρει να ανταποδώσει την υποχρέωση αυτή.

Το ον λοιπόν, έγινε αφορμή για διάφορες πρακτικές ένδειξης σεβασμού στους νεκρούς, οι οποίες αναπτύχθηκαν μέσα από το Βουδισμό βασικά κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο (1603-1867). Ήταν κυρίως τελετές για τον κατευνασμό και την κάθαρση των ψυχών και διαρκούσαν επτά χρόνια» (Lafcadio Hearn, 1903, Ιστορίες φαντασμάτων από την Ιαπωνία, σσ. 12-13, Ελληνο-ιρλανδός συγγραφέας, βλ. Ιστορικό Κέντρο Λευκάδιου Χέρν στη Λευκάδα).

Yamamoto Tsunetomo – Πρακτικός και Πνευματικός Οδηγός «Hagakure». «Τα σώματά μας αποκτούν ζωή μέσα από την ανυπαρξία. Η ύπαρξη μέσα στο απόλυτο τίποτα είναι το νόημα της φράσης: «Η μορφή είναι κενό». Το ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από το τίποτα, είναι το νόημα της φράσης «Το κενό είναι μορφή». Δεν πρέπει να πιστέψει κανείς ότι αυτά είναι δυο ξεχωριστά πράγματα» (σελ. 66).

«Θα πρέπει κάθε μέρα να σκέφτεται κανείς και να καταβάλλει προσπάθεια να εμφυτεύει στο μυαλό του το ρητό: «Εκείνη τη στιγμή είναι το τώρα». Λέγεται ότι είναι όντως παράξενο το γεγονός ότι κάποιος είναι σε θέση να περάσει τη ζωή του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αμέριμνος. Έτσι, ο Δρόμος του σαμουράι είναι πρωί πρωί, η εξάσκηση του θανάτου, το να σκέφτεται κανείς αν θα είναι εδώ ή θα είναι εκεί, να φαντάζεται τον πιο ελαφρύ τρόπο θανάτου και να βάζει στο μυαλό του σταθερά τον θάνατο. Παρόλο που αυτό μπορεί να είναι κάτι πολύ δύσκολο, αν κάποιος θέλει να το κάνει, μπορεί να το κάνει. Δεν υπάρχει τίποτα που θα πρέπει να υποθέσει κανείς ότι δεν μπορεί να γίνει» (σελ. 69).

«Η ανθρώπινη ζωή είναι πραγματικά μια σύντομη υπόθεση. Είναι καλύτερα να ζείτε κάνοντας τα πράγματα που σας αρέσουν. Είναι ανόητο να ζείτε μέσα σε αυτό το όνειρο ενός κόσμου βλέποντας δυσάρεστα και κάνοντας μόνο πράγματα που δεν σας αρέσουν. Αλλά είναι σημαντικό να μην το λέτε ποτέ αυτό στους νέους, καθώς είναι κάτι που θα ήταν επιβλαβές αν το καταλάβαιναν λανθασμένα. Προσωπικά, μου αρέσει να κοιμάμαι. Και σκοπεύω να περιορίζομαι όλο και περισσότερο βολικά στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μου και να περνάω τη ζωή μου κοιμώμενος» (σελ. 73).

«Πώς μπορεί ένα ανθρώπινο ον να είναι κατώτερο από ένα άλλο; Σε όλα τα θέματα πειθαρχίας, είναι άχρηστος όποιος δεν έχει μεγάλη υπερηφάνεια. Αν κάποιος δεν είναι αποφασισμένος να αναλάβει το φορτίο της φυλής από μόνος του, όλη η πειθαρχία του θα αποβεί άκαρπη. Παρόλο που, όπως ο βραστήρας τσαγιού, είναι εύκολο να κρυώσει ο ενθουσιασμός κάποιου, υπάρχει τρόπος να μη συμβεί αυτό. Οι δικοί μου όρκοι είναι οι ακόλουθοι: – Στον Δρόμο του σαμουράι να μη με ξεπεράσει κανείς. – Να είμαι χρήσιμος στον κύριό μου. – Να σέβομαι τους γονείς μου. – Να επιδεικνύω μεγάλη συμπόνια και να ενεργώ για το καλό του ανθρώπου. Όσοι αφιερώνουμε αυτούς τους τέσσερις όρκους στους θεούς και τους Βούδες κάθε πρωί, θα έχουμε τη δύναμη δύο ανδρών και δεν θα διολισθαίνουμε ποτέ προς τα πίσω. Πρέπει να προχωρούμε προς τα μπρος σιγά σιγά, σαν την κάμπια. Ακόμα και οι θεοί και οι Βούδες με έναν όρκο ξεκίνησαν» (σσ. 161-162). Ο πρακτικός και πνευματικός οδηγός «Hagakure» του Yamamoto Tsunetomo, γνωστός και ως «The Book of the Samurai, Analects of Nabeshima ή Hagakure Analects», ενέπνευσε και τον Αμερικανό σκηνοθέτη Jim Jarmusch (1999) στην ταινία του «Ghost Dog: The Way of the Samurai»/«Ghost Dog: Ο Τρόπος των Σαμουράι». Ο σκηνοθέτης δηλώνει: «Η Αμερική αφορά τη σύνθεση πολλών διαφορετικών πολιτισμών και η ομορφιά προκύπτει από αυτή τη σύνθεση. Δεν το βλέπεις αυτό ως βία που έρχεται σε σύγκρουση μεταξύ των πολιτισμών, αλλά μάλλον ως μέρος ενός πράγματος ακολουθεί έναν κώδικα από έναν άλλο πολιτισμό και έναν άλλο αιώνα, τον ιαπωνικό πολιτισμό των σαμουράι».

JAPAN – ΙΑΠΩΝΙΑ: Tokyo, Shibuya-ku/Σιμπούγια, Ueno Park, Meiji Shrine Imperial Garden, Ανάβαση στο Φούτζι, τα τύμπανα της Ιαπωνίας, Hakone, Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Munakata Shiko, Hokusai Museum, θέατρο Kabuki, Nikko, Shinkyu Sacred Place γιαπωνέζικος συγκερασμός βάφτιση με σιντοισμό κηδεία με βουδισμό, οι 5 πίθηκοι: μη μιλήσεις, μη δεις διαβολικό, ψάχνει το παιδί, υποστήριξη για την κατάθλιψη, η συνάντηση του Σογκού με τον Αυτοκράτορα, βίντεο διάρκειας 21’ λεπτών

 

«Ζούμε τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης/Big Bang», «καθιστικός διαλογισμός» ζαζέν/zazen από τον 13ο αιώνα

Με μια φράση ο Joseph Cambell μας προτρέπει: «Ο στόχος του ταξιδιού είναι να ανακαλύψεις τον εαυτό σου ως συνείδηση»/«The goal of the journey is to discover yourself as consciousness». Ο σκηνοθέτης Ταρκόφσκι συμφωνεί και σχολιάζει τις δικές του ταινίες, για το «Σολάρις» (1972) «Βρίσκω πως η ταινία δεν είναι τόσο καλή γιατί δεν μπορούσα να ξεφύγω από το είδος του κινηματογράφου επιστημονικής φαντασίας. Ανθρώπινα, ηθικά ζητήματα πάντοτε με απασχολούν πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε ερώτημα γύρω από την τεχνολογία», και για την ταινία του «Στάλκερ» (1979) «Τα πρόσωπα της ταινίας ξεκινούν το ταξίδι τους για τη Ζώνη με προορισμό κάποιο δωμάτιο όπου θα πραγματοποιηθεί, λέει, η πιο κρυφή επιθυμία του καθενός. Και ενώ ο συγγραφέας και επιστήμονας διασχίζουν την επικίνδυνη και παράξενη έκταση της ζώνης, ο Στάλκερ, ο οδηγός τους, τους διηγείται κάποια στιγμή μια ιστορία -αληθινή ή θρύλο, άγνωστο- για κάποιον άλλο Στάλκερ, με το παρατσούκλι Ντικομπράζ. Αυτός πήγε στο μυστικό μέρος και ευχήθηκε να γυρίσει στη ζωή ο αδελφός του, που είχε σκοτωθεί από δικό του σφάλμα. Όταν γύρισε όμως σπίτι, ανακάλυψε πως είχε γίνει πάμπλουτος. Η Ζώνη αγνοώντας την ευχή του, που ο ίδιος ήθελε να πιστεύει πως εκφράζει ό,τι πιο πολύτιμο γι’ αυτόν, εκπλήρωσε τον βαθύτερο και πραγματικό του πόθο. Κι ο Ντικομπράζ πήγε και κρεμάστηκε. Τελικά, οι δύο άντρες [επιστήμονας-φυσικός και δημοσιογράφος]  φτάνουν στον προορισμό τους. […] Καταλαβαίνουν ότι στο τραγικό, το πιο βαθύ επίπεδο της συνείδησης τους είναι όντα ατελή. Ζήτησαν τη δύναμη να κοιτάξουν μέσα τους και τρόμαξαν. Στο τέλος τους λείπει το πνευματικό σθένος να πιστέψουν στον εαυτό τους». Ο Ακίρα Κουροσάβα προσθέτει προς την ίδια κατεύθυνση: «Ο σημερινός αμερικανικός κινηματογράφος παρέχει λάθος υπηρεσίες στο κοινό. Συχνά παρατηρούνται βία και τροχαία ατυχήματα. Τι ευχαρίστηση υπάρχει στο να παρακολουθείς τέτοιες σκηνές; Οι παλιές αμερικανικές ταινίες εξέφραζαν αρκετά καλά τα ανθρώπινα προβλήματα, αλλά αυτές τις μέρες ο αμερικανικός κινηματογράφος έχει προβλήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια ταινία όπως το Jurassic Park είναι ενδιαφέρουσα, αλλά υπήρχαν πιο εντυπωσιακές ταινίες στο παρελθόν. Αντίθετα, ταινίες όπως αυτές του [Abbas] Kiarostami αγγίζουν την καρδιά και είναι πολύ όμορφες. Αυτές οι νέες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, δράσης, είναι καλές, αλλά δεν είναι σινεμά». Πρόσφατα παραδείγματα κινηματογράφου μας παρακινούν να βλέπουμε τη ζωή μας ως συνείδηση, ο Ιρανός σκηνοθέτης Vahid Jalilvand, στην ταινία «Περίπτωση συνείδησης»/«Bedoone Tarikh, Bedoone Emza» (2017), και η ταινία «Perfect Days» (2023) του Wim Wenders, μια ματιά διαλογισμού ζεν, ταινία με τον αρχικό τίτλο «komorebi» που σημαίνει «το φως του ήλιου που διαχέεται μέσα από τα δέντρα», μια ματιά σύνδεσης με τη φύση όλα εξαρτώνται «από τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα». Μια ταινία επηρεασμένη και ως αφιέρωμα στο υπερβατικό στυλ του Yasujirō Ozu του οποίου οι ταινίες δεν έχουν σχεδόν καθόλου πλοκή, όλες απεικονίζουν την απλή ζωή που διδάσκει ο Ζεν Βουδισμός, καθώς το «mu» είναι το κενό που δεν είναι κενό αλλά η συνειδητοποίηση της ζωής και της αιώνιας ροής του σύμπαντος, βλ. τις ταινίες του «Late Spring» (1949), «Tokyo Story» (1953), «An Autumn Afternoon» (1962).

Αξίζει να γνωρίσουμε και να εμβαθύνουμε λίγο στην ανατολική έννοια περί συνείδησης. Στη δύση η διάκριση μεταξύ του νου-ψυχής και του σώματος είναι μία από τις γνωστότερες πιθανώς θέσεις του Καρτέσιου, καθώς ισχυρίστηκε ότι η νοητική υπόσταση υφίσταται ανεξάρτητα από την υλική υπόσταση και ότι ο νους σκέφτεται, ενώ το σώμα δεν μπορεί να σκεφτεί. Όμως οι Ιάπωνες δεν ακολουθούν την ίδια παράδοση, δεν διαχωρίζουν τη φύση από τον άνθρωπο, το σώμα και τη σκέψη. Τα τελευταία χρόνια πολλές επιστήμες έχουν αναπτύξει τη θεωρία της «ενσώματης νόησης»/«embodied cognition», σύμφωνα με την οποία η σκέψη του ανθρώπου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το σώμα του και από τις εμπειρίες που έχει στο περιβάλλον με το σώμα του, τις σωματικές εμπειρίες. Πολλοί άνθρωποι από πολλές δυτικές χώρες θέλουν να γνωρίσουν και να ωφεληθούν από τις ενσώματες ανατολικές και όχι μόνο παραδόσεις. Για μια πολύ ενδιαφέρουσα ψυχαγωγική αναπαράσταση της συνάντησης του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου με ένα βουδιστή μοναχό,  βλ. την ταινία του Marc Rosenbush (2014) «Zen Noir».

Περισσότερο διαδεδομένη, ενσώματη βουδιστική ζεν ιαπωνική παράδοση αποτελεί το «ζαζέν», ο «καθιστικός βουδιστικός διαλογισμός»,  από τις λέξεις «za»/κάθισμα, κάθομαι και «zen»/ζεν/ «διαλογισμός». Ο καθιστός διαλογισμός ξεκίνησε από την Ινδία, εισήχθη από την Κίνα στην Ιαπωνία τον 13ο αιώνα από τον βουδιστή μοναχό, ποιητή-φιλόσοφο, Dōgen Zenji (1200-1253), βλ. την ταινία «Zen» (2009) σε σκηνοθεσία του Banmei Takahashi. Ο καθιστικός διαλογισμός αποσκοπεί να φέρει τον ασκούμενο παρόν στο τώρα, παρόν στη στιγμή. Η διαδικασία είναι απλή όσο και δύσκολη, και ασκείται με τη συγκέντρωση στην αναπνοή και την επίγνωση-παρακολούθηση της σκέψης. Αποτελεί μια άσκηση διαλογισμού, σώματος και πνεύματος, με μια στάση καθίσματος σε ένα μαξιλάρι/ζαφού, με τα πόδια σταυρωμένα σε θέση λωτού ή μισού λωτού, ή σε κάθισμα αν υπάρχουν κινητικές δυσκολίες, την πλάτη ίσια και τα χέρια τοποθετημένα σε μια συγκεκριμένη «mudra». Η αναπνοή πρέπει να είναι βαθιά, αργή, να κατεβαίνει όσο πιο χαμηλά γίνεται στο στομάχι και να αδειάζει πλήρως για να μπορέσει να ξαναγεμίσει. Σιωπηλά, ακίνητα με μισόκλειστα μάτια, μπροστά σε ένα τοίχο, ο ασκούμενος παρακολουθεί τις σκέψεις του  να περνούν χωρίς να ταυτίζεται και να προσκολλάται σε αυτές.

Το ιαπωνικό ζεν είναι μια σχολή του βουδισμού. Ο βουδισμός δέχεται τρία χαρακτηριστικά της ύπαρξης: την παροδικότητα (anicca), τον πόνο ή την ταλαιπωρία (dukkha), και το μη-εαυτό, μη-ψυχή, μη εγωικότητα (anattā). Στη βουδιστική διδασκαλία το «άτομο»/ή «απατηλός εαυτός»/«εγώ» δίνει την εντύπωση ότι είναι συμπαγές αλλά δεν είναι παρά ένα άθροισμα πέντε συνόλων/«Skandhas» που μεταβάλλονται: το υλικό σώμα (rūpa–khandha), το αίσθημα (ευχάριστο, δυσάρεστο, ουδέτερο, vedanā–khandha), η αντίληψη (saññā–khandha), οι νοητικές λειτουργίες (saṅkhāra–khandha), και η συνείδηση (viññāna–khandha). Η μέθοδος που πρέπει να ακολουθήσουμε για την παύση του πόνου είναι να υπερνικήσουμε το «εγώ» μας, να νοιώσουμε μεγαλύτερη αρμονία με τον κόσμο γύρω μας και να εξαλείψουμε την οδύνη που βιώνουμε μέσω της «ευγενούς οκταπλούς οδού»: ορθή κατανόηση, ορθή σκέψη, ορθός λόγος, ορθή πράξη, ορθός βιοπορισμός, ορθή προσπάθεια, ορθή επίγνωση και ορθή συγκέντρωση.

Ακριβώς ο καθιστικός διαλογισμός, είπε ο δάσκαλος Dogen, είναι η μελέτη εαυτού: «Το να μελετάς το Ζεν, σημαίνει να μελετάς τον εαυτό. Το να μελετάς τον εαυτό σημαίνει να ξεχνάς τον εαυτό. Το να ξεχνάς τον εαυτό σημαίνει να φωτίζεσαι από χιλιάδες πράγματα». Η φώτιση είναι η αναγνώριση της ενότητας του εαυτού μας με το σύμπαν. Βλέπουμε χωρίς τον εγωιστικό μας εαυτό, χωρίς δυαδικότητα. Με ποιο τρόπο. «Θα πρέπει να σταματήσετε τη διανοητική πρακτική της επιδίωξης λέξεων και να μάθετε το «πίσω» του «γυρίζοντας το φως και λάμπετε πίσω»/ekō henshō. Παρόμοια, ο κορεάτης δάσκαλος του Seon Yŏndam Yuil τονίζει: «το να χρησιμοποιεί κανείς το μυαλό του για να ανιχνεύει τη λάμψη πίσω στη πολυπληθή επίγνωση του νου του… Είναι σαν να βλέπεις τη λάμψη των ακτινών του ήλιου και να την ακολουθείς μέχρι να βλέπεις την ίδια τη σφαίρα του ήλιου». Στην επίγνωση είχε αναφερθεί και ο Αϊνστάιν: «Η ηθική παρακμή που είμαστε αναγκασμένοι να παρακολουθήσουμε και τα βάσανα που προκαλεί είναι τόσο καταπιεστικά που δεν μπορεί κανείς να τα αγνοήσει ούτε για μια στιγμή. Ανεξάρτητα από το πόσο βαθιά βυθίζεται κανείς στη δουλειά, ένα στοιχειωμένο συναίσθημα αναπόδραστης τραγωδίας παραμένει. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που κάποιος αισθάνεται ελεύθερος από την ταύτισή του με τους ανθρώπινους περιορισμούς και ανεπάρκειες. Σε τέτοιες στιγμές, φαντάζεται κανείς ότι στέκεται σε κάποιο σημείο ενός μικρού πλανήτη, κοιτάζοντας με έκπληξη την ψυχρή αλλά βαθιά συγκινητική ομορφιά του αιώνιου, του ανεξιχνίαστου: η ζωή και ο θάνατος ρέουν σε ένα, και δεν υπάρχει ούτε εξέλιξη ούτε πεπρωμένο, μόνο ύπαρξη» (Επιστολή στη Βασίλισσα Μητέρα Ελισάβετ του Βελγίου, 9 Ιανουαρίου 1939).

«Πώς μπορούμε να απελευθερωθούμε από τα δεινά, βάσανα, ταλαιπωρία, πόνο;» ρίχνουμε τον εαυτό μας στην απελευθέρωση, χωρίς να περιμένουμε καμία ανταμοιβή, απλά κάνουμε διαλογισμό» μας προτρέπει ο σύγχρονος δάσκαλος του Ζεν, Shohaku Okumura, στο online ντοκιμαντέρ «It is good for nothing life»/»Είναι καλή για το τίποτα ζωή». Και συνεχίζει αναφερόμενος στη διδασκαλία του δασκάλου Dogen στο online ντοκιμαντέρ «Shohaku Okumura, 1 = 0 = infinity». Αναλύονται έννοιες όπως τα πέντε βουδιστικά Skandhas μια απατηλή επιφανειακή εικόνα αντίληψης, και τη μοναδικότητα του βιωμένου παρόντα χρόνου. «Δες την κενότητα των πέντε Skandhas/συνόλων και απελευθερώσου από όλο τον πόνο. Οι σκέψεις είναι εκεί αλλά δεν προσκολλόμαστε σε αυτές. Καθόμαστε, δεν αρνούμαστε τα πέντε σύνολα, αλλά δεν προσκολλόμαστε σε αυτά. Οι σκέψεις έρχονται και φεύγουν δεν αγκαλιαζόμαστε μαζί τους, τις αφήνουμε να φεύγουν».  Η βασική ιδέα για το βιωμένο χρόνο και τη ζωή βασίζεται στην αρχή ότι το παρελθόν έχει παρέλθει και το μέλλον δεν έχει φτάσει ακόμη. Επομένως η μοναδική στιγμή που μπορούμε να νιώσουμε/ζήσουμε είναι το παρόν, ο χρόνος είναι μηδέν, και ως εκ τούτου από το παρελθόν μέχρι το τώρα ζούμε μια ολόκληρη στιγμή, από τη Μεγάλη Έκρηξη/Big Bang μέχρι τώρα είναι μια στιγμή, ζούμε τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης, είμαστε τόσο χρόνων όσο του σύμπαν στο εδώ και τώρα, στο χώρο και το χρόνο, στη ζωή τίποτα δεν προκύπτει/arising τίποτα δεν αφανίζεται/perishing τίποτα. Ακολουθεί η απομαγνητοφώνηση του ντοκιμαντερ «Shohaku Okumura, «1 = 0 = infinity», από το 26’-38’ λεπτό:

«Tο τοπίο της ζωής/Ζώντας πέρα ​​από τα σύννεφα/Η αλήθεια του ζεν. Το τοπίο της ζωής σημαίνει, δεν μπορούμε να ζούμε μόνο μέσα σε αυτά τα πέντε Skandhas. Αυτά τα πέντε skandhas είναι ζώντας μαζί με άλλες υπάρξεις. Εξαρτώμενοι από τις συνθήκες των ανθρώπων γύρω μας ή συνολικά της κοινωνίας. Η ζωή μας αλλάζει. Και επίσης πρέπει να καταλάβουμε. Τι είναι το τοπίο. Τι συμβαίνει. Και ποια είναι τα προβλήματα; Και τι ίσως κάνει την κατάσταση καλύτερη ή υγιέστερη. Πρέπει να ζούμε συνδεδεμένοι (interconnected) με αυτά που συναινούν έξω από εμάς. Η ζωή μας είναι η πρακτική μας, όχι να ζούμε σαν ασκητές, με απόδραση από την κοινωνία και ζώντας μονοί μας σε ένα βαθύ βουνό. Πρέπει να μείνουμε συνδεδεμένοι με την κοινωνία ή τους ανθρώπους. Το τοπίο της ζωής μας είναι πάντα λοιπόν μαζί με τα πράγματα που συμβαίνουν έξω από εμάς ή γύρω μας. Ο εαυτός είναι μαζί με το τοπίο. Πρέπει να συνδεόμαστε και να δουλεύουμε μαζί με ότι συμβαίνει στην κοινωνία» (26’-28’ λεπτό).  

«Τόσο ηλικιωμένοι όσο το σύμπαν/Μόνο αυτή η στιγμή/Καυσόξυλο και στάχτη. Τα καυσόξυλα γίνονται στάχτη, η στάχτη δεν μπορεί να γίνει καυσόξυλο ξανά. Ωστόσο, δεν πρέπει να βλέπουμε τη στάχτη ως μετά ή τα καυσόξυλα ως πριν. Πρέπει να ξέρουμε ότι τα καυσόξυλα κατοικούν στη θέση ντάρμα του καυσόξυλου/dharma [dharma ο φυσικός Νόμος, η τάξη της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, η φυσική και ηθική εναρμόνιση με αυτή την τάξη, «ορθός τρόπος ζωής», «η Οδός των Ανώτερων Αληθειών»] και έχουν το δικό τους πριν και μετά. Αν και, το πριν και το μετά υπάρχουν, το παρελθόν και το μέλλον αποκόπτονται. Η τέφρα παραμένει στη θέση της στάχτης με το δικό της πριν και μετά. Καθώς τα καυσόξυλα δεν θα γίνουν ποτέ καυσόξυλα καθώς έχουν καεί και έγιναν στάχτη, δεν υπάρχει επιστροφή στη ζωή μετά που πεθαίνει ένα άτομο. Ωστόσο, στο Ντάρμα του Βούδα, είναι μια αμετάβλητη παράδοση να μην λέμε ότι η ζωή γίνεται θάνατος. Επομένως το αποκαλούμε μη-έγερση. Είναι ο καθιερωμένος τρόπος οι Βούδες να γυρίζουν τον τροχό του Ντάρμα να μην πουν ότι ο θάνατος γίνεται ζωή. Ως εκ τούτου, λέμε ότι δεν χάνεται/φθείρεται. Είναι σαν χειμώνας και άνοιξη. Δεν νομίζουμε ότι ο χειμώνας γίνεται άνοιξη και δεν λέμε ότι η άνοιξη γίνεται καλοκαίρι» Dogen.

Αυτό είναι το δεύτερο νόημα του μέσου δρόμου, ανάμεσα στο τίποτα δεν υπάρχει και στο οτιδήποτε υπάρχει με σταθερό τρόπο. Αλλάζουμε, αλλά υπάρχουν κάποιες αρχές ή νόμος, αυτό είναι η αιτία και το αποτέλεσμα. Άρα, υπάρχει κάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε. Κι όμως τα πράγματα αλλάζουν πάντα. Ο Dogen χρησιμοποίησε την αναλογία του καυσόξυλου και της στάχτης όταν μιλά για αυτή τη διαδικασία μέσα στο χρόνο και τον χώρο. Όταν μιλάει για τα καυσόξυλα και τη στάχτη μιλάει για το χρόνο. Και είπε ότι τα καυσόξυλα έχουν τη δική τους θέση, τη δική τους Ντάρμα θέση ως  καυσόξυλα. Και είπε, υπάρχει πριν και μετά. Αλλά το πριν και το μετά αποκόβονται. Αυτό σημαίνει, η μόνη αληθινή πραγματικότητα, η αληθινή στιγμή, είναι αυτή η παρούσα στιγμή. Το παρελθόν έχει ήδη παρέλθει. Και το μέλλον ακόμα δεν έχει έρθει.  Έτσι, αυτή η παρούσα στιγμή είναι η μόνη πραγματική στιγμή που μπορούμε να βιώσουμε. Και ο δάσκαλος μου Uchiyama Roshi είπε, αυτή η παρούσα στιγμή δεν έχει καθόλου μήκος/διάρκεια. Γιατί αν υπάρχει έστω και λίγο μήκος, τότε μπορούμε να τη κόψουμε στα δύο, και αυτό θα σημαίνει ξανά περισσότερες στιγμές όπου η μία θα έχει ήδη φύγει και η άλλη δεν θα είχε έρθει ακόμα. Στην πραγματικότητα, αυτή η παρούσα στιγμή δεν έχει διάρκεια. Αυτό σημαίνει μηδέν. Ο χρόνος χάθηκε. Αλλά από αυτήν την παρούσα στιγμή που είναι μηδέν, αντανακλάται ολόκληρο το παρελθόν και ολόκληρο το μέλλον. Αυτό σημαίνει, τίποτα δεν εγείρεται, τίποτα δεν χάνεται.

Γεννήθηκα πριν από 70, περίπου 70 χρόνια, και θα πεθάνω αργά ή γρήγορα, αλλά παρόλο που το παρελθόν έχει φύγει και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμα, τίποτα δεν έχει εγερθεί και τίποτα δεν έχει χαθεί, αυτό συμβαίνει εκατό τοις εκατό. Η στιγμή του καυσόξυλου είναι εκατό τοις εκατό σωστή. Όταν όμως σκεφτόμαστε το πέρασμα του χρόνου. Μπορώ να σκεφτώ φυσικά, και όπως το σκέφτομαι, είναι σωστό, γεννήθηκα πριν από 73 χρόνια και θα πεθάνω μερικά χρόνια αργότερα. Μέσα στη σφαίρα της σκέψης αυτός είναι ο σωστός τρόπος σκέψης. Εννοώ ως ανθρώπινη σύμβαση, αλλά ως πραγματική πραγματικότητα, μόνο το εδώ και τώρα υπάρχει. Και τα καυσόξυλα έχουν παρελθόν ως ζωντανό δέντρο και ως μέλλον ως στάχτη. Αλλά το ζωντανό δέντρο έχει ήδη φύγει, και η στάχτη δεν έχει έρθει ακόμα. Άρα, τα καυσόξυλα είναι καυσόξυλα ως πραγματικότητα εκατό τις εκατό, τίποτα άλλο. Αυτός είναι ο τρόπος που βλέπουμε τη ζωή μας από τον ζαζέν μας. Αυτό είναι ένα άλλο πράγμα, πρέπει να εστιάσουμε στο εδώ και τώρα. Εδώ στο τώρα δεν υπάρχει έγερση ούτε απώλεια. Είναι εκατό τοις εκατό εδώ.

Στη διδασκαλία του Dogen υπάρχουν τρία είδη χρόνου ή τρεις τρόποι θέασης του χρόνου: ο ένας είναι ο συνηθισμένος τρόπος μας σκέψης για την κατανόηση του χρόνου, ο χρόνος ρέει από το παρελθόν στο παρόν και από το παρόν στο μέλλον, αυτός είναι μονόδρομος. Ο δεύτερος τρόπος είναι ο χρόνος μόνο εδώ και τώρα, και που δεν έχει μήκος. Και τρίτος είναι ο χρόνος που δεν κυλάει. Όταν μελέτησα το Dogen είπε, το zazen μας είναι εδώ και τώρα με όλο το παρελθόν και το μέλλον.  Νομίζω ότι αυτό σημαίνει από τη Μεγάλη Έκρηξη/Big Bang μέχρι τώρα. Αυτή είναι μια στιγμή. Κάνουμε ένα τμήμα. Μετράμε το χρόνο χρησιμοποιώντας ένα ρολόι ή χρησιμοποιώντας κάτι σαν τη διάρκεια της ημέρας. Αλλά όταν δεν μετράμε τη διάρκεια του χρόνου με τη χρήση τέτοιων συσκευών, ξέρετε από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης και τώρα, αυτή είναι απλώς μια στιγμή. Με αυτή την έννοια ξέρετε ότι είμαστε εκεί, τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης. Άρα, είμαστε τόσο παλιοί όσο αυτό το σύμπαν. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος θέασης του χρόνου από τον Dogen, αλλά η θέαση του χρόνου είναι η θέαση της ζωής μας. Άρα, η ζωή μας, με την συμβατική έννοια, είναι ότι γεννηθήκαμε πριν μερικά χρόνια και ζούμε ακόμα και πρόκειται να πεθάνω. Αυτός είναι ο συμβατικός τρόπος. Αλλά πιο πρακτικά μέσω του ζαζέν μας: αυτή η στιγμή είναι η μόνη στιγμή που μπορούμε να ζήσουμε, αλλά αυτή η στιγμή είναι μαζί ή ένα με μια ολόκληρη στιγμή, ολόκληρο τον χρόνο και ολόκληρο τον χώρο. Έτσι, αυτός είναι πολύ ενδιαφέρον τρόπος να κατανοήσουμε τη ζωή μας και τον χρόνο και τον χώρο» (Shohaku Okumura, «1 = 0 = infinity», βλ. βίντεο online).

Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν σήμερα ότι οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι οι οποίοι ασπάσθηκαν τον Βουδισμό αιώνες πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού  https://www.theravada.gr/ Ο φιλόσοφος Πύρρωνας, που συνόδεψε τον Μέγα Αλέξανδρο στις Ινδίες, έφερε στο γυρισμό του νέες ιδέες, που επηρέασαν την εξέλιξη της ελληνικής σκέψης. Έζησε και δίδαξε σαν να ήταν ένας Έλληνας Βούδας (Νίκος Δήμου, Ο Έλληνας Βούδας). Στην τέχνη υπάρχουν πολλά ευρήματα, κείμενα, επιγραφές, νομίσματα, γλυπτά, εικόνες που συνδέουν την κλασική ελληνιστική τέχνη με τη βουδιστική τέχνη. «Η τέχνη της γλυπτικής είχε ανθήσει στην Ινδία πολύ πιο πριν από την ελληνιστική επίδραση. Όμως η μορφή του Βούδα που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ανάγλυφα στην περιοχή της Γκαντάρα, επηρεάστηκε από την ελληνορωμαϊκή τέχνη. Η ελληνική και η ρωμαϊκή τέχνη, που είχαν μάθει τους ανθρώπους να δίνουν στους θεούς και στους ήρωες ωραία μορφή, βοήθησαν και τους Ινδούς να πλάσουν μιαν εικόνα του σωτήρα τους. Το ωραίο κεφάλι του Βούδα, με εκείνη την έκφραση της βαθιάς γαλήνης, έγινε κι αυτό στην παραμεθόρια περιοχή της Γκαντάρα…» (Gombrich, E., 2015, Το Χρονικό της Τέχνης, σσ. 125-127). Αναλυτικότερα βλ. μια άλλη εργασία μας «Ιστορία της Τέχνης για Παιδιά και Νέους μέσα από 95 Έργα Τέχνης, εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στις σελίδες 192-196, https://www.eduportal.gr/bigf/istoria-texnis-gia-neous.pdf Υπάρχουν πολλές σχετικές αναφορές βλ. «Ινδοελληνική τέχνη»/«Indo-Greek art», «Ελληνοβουδιστική τέχνη»/«Greco-Buddhist art», «Ινδοελληνική Γλυπτική»/«Indo-Greek Sculpture», «Ελληνοβουδισμός»/« Greco-Buddhism», Τέχνη Γκαντάρα/Gandhara Art κτλ. Τέλος να αναφέρουμε τη λειτουργία του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης στην Κέρκυρα/Corfu Museum of Asian Art από το 1927. Το μοναδικό μουσείο στην Ελλάδα αφιερωμένο στην τέχνη της Ασίας , διαθέτει συλλογές κινεζικής τέχνης, ιαπωνικής τέχνης, ινδικής τέχνης https://matk.gr/

 

Επίμετρο, η Ιαπωνία θέτει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου και προτείνει λύσεις

Την άνοιξη του 1986 Lévi-Strauss Claude ολοκλήρωσε την τέταρτη επίσκεψη του στην την Ιαπωνία, καλεσμένος για κάποιες διαλέξεις από το Ίδρυμα Ισιζάκα, στη συνέχεια εκδίδει το βιβλίο «Η ανθρωπολογία και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου». Παραθέτω το τέλος του βιβλίου: «Η πνευματική γοητεία που ασκεί σήμερα η Ιαπωνία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν οφείλεται αποκλειστικά στην τεχνολογική της πρόοδο και στις οικονομικές της επιτυχίες. Εξηγείται σε έναν μεγάλο βαθμό από το συγκεχυμένο αίσθημα ότι απ’ όλα τα μοντέρνα έθνη το δικό σας αποδείχθηκε το επιδεξιότερο να πλέει ανάμεσα στους δύο αυτούς υφάλους, να διαμορφώνει τρόπους ζωής και σκέψης ικανούς να υπερβαίνουν τις αντιθέσεις των οποίων η ανθρωπότητα είναι έρμαιο κατά τον 20ό αιώνα.

Η Ιαπωνία έχει εισέλθει αποφασιστικά σε έναν παγκόσμιο πολιτισμό. Μέχρι σήμερα όμως μπόρεσε να το κάνει δίχως να απαρνηθεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Όταν τα χρόνια της παλινόρθωσης του Μέιτζι η Ιαπωνία αποφάσισε να επιχειρήσει αυτό το άνοιγμα, το πήρε απόφαση ότι, εάν ήθελε να διατηρήσει τις δικές της αξίες, θα έπρεπε να συναγωνιστεί τη Δύση σε τεχνολογικό επίπεδο. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους λεγόμενους υπανάπτυκτους λαούς, δε δέθηκε χειροπόδαρα σε ένα ξένο μοντέλο. Και εάν στιγμιαία απομακρύνθηκε από το πνευματικό της κέντρο βάρους, το έκανε απλώς και μόνο για να το διαφυλάξει καλύτερα, προστατεύοντας την περιφέρειά της.

Επί αιώνες ολόκληρους η Ιαπωνία μπόρεσε να εξισορροπήσει μεταξύ δύο διαφορετικών τάσεων. Άλλοτε στεκόταν ανοιχτή στις εξωτερικές επιρροές και πρόθυμη να τις απορροφήσει, ενώ άλλοτε πάλι κλεινόταν στον εαυτό της, σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο για να αφομοιώσει αυτές τις ξένες επιδράσεις και να αποτυπώσει πάνω τους το δικό της ίχνος. Η εκπληκτική ικανότητα της Ιαπωνίας να εναλλάσσει συμπεριφορές, να μοιράζει την πίστη της μεταξύ των εθνικών θεοτήτων και των «προσκεκλημένων θεών», όπως εσείς οι ίδιοι τους αποκαλείτε, όλες αυτές οι αντιλήψεις σας είναι προφανώς οικείες, και προφανώς δεν έρχομαι να σας διδάξω κάτι καινούργιο. Θα ήθελα μονάχα, μέσα από μερικά παραδείγματα, να σας κάνω πιο ανάγλυφο τον τρόπο με τον οποίο καταπλήσσουν τον δυτικό παρατηρητή.

Στη δεύτερη ομιλία μου τόνιζα τον κατεπείγοντα χαρακτήρα της διατήρησης των παραδοσιακών τεχνογνωσιών. Εσείς δώσατε μια λύση στο εν λόγω πρόβλημα καθιερώνοντας το λεγόμενο σύστημα των «ζωντανών εθνικών θησαυρών» (ningen kokuho). Δε νομίζω ότι προδίδω κάποιο ύψιστο κρατικό μυστικό ομολογώντας σας ότι οι κρατικές αρχές της χώρας μου ετοιμάζουν αυτή την περίοδο μια σειρά μέτρων με σκοπό να εδραιώσουν στη Γαλλία ένα σύστημα άμεσα εμπνευσμένο από το δικό σας.

Μια άλλη πτυχή της ιστορίας σας, η οποία είναι ιδιαιτέρως διδακτική για εμάς τους Γάλλους, συνίσταται στους διαφορετικούς -εάν όχι και αντίθετους τρόπους με τους οποίους οι δυο μας χώρες μετέβησαν στη βιομηχανική εποχή. Στη μεν Γαλλία, μια αστική τάξη δικηγόρων και γραφειοκρατών, υποβοηθούμενη από τον αγροτικό κόσμο που δίψαγε να αποκτήσει μια κάποια ιδιοκτησία, έκανε μια επανάσταση η οποία κατάργησε απαρχαιωμένα προνόμια και ταυτοχρόνως κατέπνιξε ν ανερχόμενο καπιταλισμό. Η Ιαπωνία, από την πλευρά της, προχώρησε σε μια μεταρρύθμιση η οποία, ενώ επέστρεφε στις πηγές, επεδίωκε παράλληλα να εντάξει τον λαό στην παγκόσμια κοινότητα. Ωστόσο επένδυσε στο παρελθόν, αντί να το ξηλώσει. Η Ιαπωνία μπόρεσε έτσι να θέσει στην υπηρεσία της νέας τάξης πραγμάτων ένα απεριόριστα διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό, διότι αφενός το κριτικό πνεύμα δεν είχε την ευκαιρία να δράσει ισοπεδωτικά και αφετέρου ένας ολόκληρος μηχανισμός συμβολικών παραστάσεων (που χρονολογούνταν από την προ ορυζοκαλλιέργειας εποχή, αλλά είχε ήδη ενσωματωθεί από την εποχή της ορυζοκαλλιέργειας) ήταν ακόμη αρκετά ισχυρός ώστε να παράσχει μια ιδεολογική βάση στην αυτοκρατορική εξουσία, και εν συνεχεία στη βιομηχανική κοινωνία…

Εν ολίγοις, κοιτώντας την Ιαπωνία, εμείς οι Δυτικοί βεβαιωνόμαστε ότι κάθε ιδιαίτερος πολιτισμός –καθώς και το σύνολο των πολιτισμών που συγκροτούν την ανθρωπότητα– δεν μπορεί ούτε να υπάρξει ούτε να ευημερήσει παρά μόνον εάν λειτουργεί βάσει ενός εναλλασσόμενου ρυθμού εξωστρέφειας και εσωστρέφειας, που άλλοτε συγχρονίζονται και άλλοτε όχι. Εάν θέλει να διατηρήσει την αυθεντικότητά του και να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τους υπόλοιπους πολιτισμούς έτσι ώστε να είναι εφικτός ο αμοιβαίος εμπλουτισμός, κάθε πολιτισμός οφείλει να έχει πίστη στον εαυτό του το τίμημα που θα χρειαστεί να πληρώσει είναι να μην τείνει πάντοτε ευήκοον ους σε αλλότριες αξίες, οι οποίες άλλωστε οφείλουν να τον αφήνουν μερικώς ή πλήρως αδιάφορο.

Μου κάνατε την τιμή να μου εμπιστευτείτε αυτές τις διαλέξεις, με το σκεπτικό ίσως ότι η ανθρωπολογία μπορεί να διδάξει κάτι στην Ιαπωνία. Ο λόγος όμως για τον οποίο επισκέπτομαι για τέταρτη φορά τη χώρα σας, με άσβεστη πάντοτε περιέργεια, συμπάθεια και ενδιαφέρον, είναι ότι η Ιαπωνία έχει πολλά να διδάξει την ανθρωπολογία, με τον μοναδικό της τρόπο να θέτει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου και να προτείνει λύσεις. Κάθε νέα μου επίσκεψη με πείθει ολοένα και περισσότερο για του λόγου το αληθές» (Lévi-Strauss Claude, 2011, Η ανθρωπολογία και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, σσ. 138-141).

Αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στα δυο μέρη για την Ιαπωνία, μαζί με το μηνιαίο ταξίδι, σίγουρα ένα πεντάμηνο μελέτης, βιβλιογραφία, συγγραφή, επιμέλεια βίντεο, μου κέντρισε το ενδιαφέρον ο ιαπωνικός λαός ως ένας άλλος λαός καθρέπτης/έτερης εικόνας μας, για τους λαούς που τους απασχολούν ερωτήματα όπως παράδοση και τεχνολογία/μοντερνικότητα, αξίες και οικονομία, πολιτισμική ταυτότητα και (μετά) νεωτερικότητα,  ατομική ταυτότητα (άτομο), συλλογική ταυτότητα (έθνος), οικουμενική ταυτότητα (ευρωπαϊκή, οικουμενική), και τώρα τεχνητή νοημοσύνη.