Θεάσεις: 12.305
Της Όλγας Γ. Παλαιοχωρινού, φιλολόγου
(Σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση των ενοτήτων 4 – 7 του σχολικού εγχειριδίου)
Με τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα επανερχόμαστε σε προβληματισμούς που απασχόλησαν επανειλημμένα και σημάδεψαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Η σχετικότητα της σοφιστικής αντιπαρατίθεται για ακόμη μια φορά με το απόλυτο, το αταλάντευτο και απαρέγκλιτο της σωκρατικής σκέψης.
Στην άποψη του Σωκράτη ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται, αφού όλοι οι πολίτες είναι λίγο ως πολύ φορείς της, αφού όλοι έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν θέση γύρω από τα διάφορα πολιτικά ζητήματα αντιπαρατίθεται ο αβδηρίτης σοφιστής Πρωταγόρας και υποστηρίζει το διαμετρικά αντίθετο…
…Ο τελευταίος διαφωνεί επίσης και με τη θέση του συνομιλητή του, που θέλει τους ίδιους τους πολιτικούς, τους βασικότερους φορείς της πολιτικής αρετής, να μην μπορούν να τη μεταδώσουν στα ίδια τα παιδιά τους.
Μέσα από τις ενότητες του σχολικού εγχειριδίου, για τη θεωρητική κατεύθυνση της Γ΄ λυκείου, ο σοφιστής ανταπαντά και προσπαθεί να ανασκευάσει μία προς μία τις βασικές αντιρρήσεις του φιλοσόφου. Πιο συγκεκριμένα στην 4η ενότητα, με το μύθο του Προμηθέα καταλήγει σε δύο συμπεράσματα• η πολιτική αρετή είναι καθολική και την κατέχουν όλοι οι άνθρωποι, είναι δώρο του Δία που μέσω του Ερμή την πρόσφερε αφειδώς σε όλους ανεξαιρέτως. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι είναι και έμφυτη και άρα ανεπίδεκτη οποιασδήποτε διδασκαλίας. Από μια «βαθύτερη» ανάγνωση του μύθου και μέσω της αποκρυπτογράφησης των αλληγοριών του διαπιστώνεται ο επίκτητος χαρακτήρας της, μια και αυτή αναπτύχθηκε και κατακτήθηκε σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Η περίπτωση της πολιτικής αρετής δεν είναι ίδια με αυτή της τεχνικής δεξιότητας, που ο άνθρωπος κατείχε ευθύς εξαρχής με τη γέννησή του στον κόσμο και που απευθείας την έθεσε στην υπηρεσία του, για να μπορέσει να επιβιώσει.
Η στήριξη των δύο παραπάνω συμπερασμάτων με τη σύμπραξη της λογικής επιχειρηματολογίας από την 5η ενότητα και εξής καταδεικνύει την προσπάθεια του Πρωταγόρα να αναιρέσει το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Στην πρώτη παράγραφο της εν λόγω ενότητας ο σοφιστής του φερώνυμου πλατωνικού διαλόγου επιμένει να αποδέχεται την καθολικότητα της αιδούς και της δίκης, αφού, όπως συμπεραίνει, ακόμη και ο άδικος πρέπει να προσποιείται το δίκαιο. Η ύπαρξη των τιμωριών, των νουθεσιών και των ποινών εξάλλου, μέσα στις κοινωνίες, είναι για το σοφιστή ένα αποστομωτικό επιχείρημα για το διδακτό της αρετής. Από αυτό το σημείο και εξής η παρουσία της αντίπαλης επιχειρηματολογίας είναι κυρίαρχη και σε σημαντικό βαθμό επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εκφορά της επιχειρηματολογίας του ομιλητή του κειμένου μας.
Στην 6η ενότητα, με αφορμή την αναφορά, παραπάνω, στις ποινές, ο Πρωταγόρας επανέρχεται σε μια ορθολογιστική ερμηνεία τους, αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή του. Η πολιτεία επιβάλλει τις ποινές στους άδικους όχι με στόχο την εκδίκηση ή την ανταπόδοση για ένα περασμένο αδίκημα, αλλά για να αποτρέψει από παρόμοια αδικήματα στο μέλλον. Στόχος λοιπόν είναι ο σωφρονισμός του εγκληματία και ο παραδειγματισμός των άλλων. Ικανοποιημένος προφανώς από τον τρόπο που αντέκρουσε την πρώτη θέση του αθηναίου φιλοσόφου ο αβδηρίτης στοχαστής ανακεφαλαιώνει τη θέση του: α) ως εικότως αποδέχονται οι σοι πολ’ιται και χαλκέως και σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τα πολιτικά και β) ότι διδακτόν και παρασκευαστόν ηγούνται αρετήν.
Αξίζει να παρατηρήσουμε τον εμπειρικό χαρακτήρα της παραπάνω επιχειρηματολογίας, που γενικά στηρίζεται στη γνώμη της πλειοψηφίας (ηγείσθαι παντί μετείναι αυτής, ότι δε αυτήν ου φύσει ηγούνται είναι, ότι διδακτόν και παρασκευαστόν ηγούνται αρετήν). Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία αλλά ως αναμενόμενη συνέπεια της γνωσιολογίας του Πρωταγόρα. Γι’ αυτόν η αλήθεια είναι σχετική και δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια της. Μέσα στη σχετικότητα που δεσπόζει στον κόσμο το μοναδικό κριτήριο εγκυρότητας που μπορεί να ισχύσει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας. Αυτός ο τρόπος επιχειρηματολογίας δε είναι βέβαια ανεπηρέαστος και από τη δημοκρατική ιδεολογία του βασικού συνομιλητή του Σωκράτη. Αυτή η προσέγγιση της αρετής εξάλλου είναι καθαρά ωφελιμιστική, ότι δηλαδή μόνο το πρακτικά ωφέλιμο είναι και αληθινό.
Στην 7η ενότητα τέλος μεταβαίνουμε στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος του Σωκράτη, για το οποίο χρησιμοποιείται μόνο λογική επιχειρηματολογία (καταρχάς αρνητικά, μ’ ένα πιθανολογικό επιχείρημα: είναι απίθανο οι πολιτικοί άνδρες να μη διδάσκουν τα παιδιά τους κάτι τόσο σημαντικό και στη συνέχεια καταφατικά: όχι μόνο οι πολιτικοί άνδρες αλλά και ολόκληρη η κοινωνία σε μια συντονισμένη ενέργεια προσπαθεί να μεταδώσει την πολιτική αρετή). Το πιθανολογικό επιχείρημα στηρίζεται στην ασυμβατότητα που θα ανέκυπτε αν ίσχυε ο ισχυρισμός του Σωκράτη ανάμεσα στη μεγάλη σημασία της πολιτικής αρετής από τη μια και στην έλλειψη διδασκαλίας της από την άλλη. Με το καταφατικό επιχείρημα αποδεικνύεται ότι όλοι οι φορείς της εκπαίδευσης (οικογένεια, σχολείο, πολιτεία καταβάλλουν προσπάθεια να διδαχθεί η πολιτική αρετή). Απομένει όμως ανερμήνευτο το επιχείρημα του Σωκράτη «δια τι των αγαθών πατέρων οι υιείς φαύλοι γίνονται;». Υπεύθυνη γι’ αυτό το αποτέλεσμα είναι κατά τον Πρωταγόρα η φύση του μαθητή, γιατί η διδασκαλία μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο αν προϋπάρχει ευφυΐα. (Σ΄ ένα σωζόμενο απόσπασμα από τον Πρωταγόρα αναφέρεται χαρακτηριστικά «φύσεως και ασκήσεως διδασκαλία δείται» Diels – Kranz 80Β3). Ακόμη και οι φαύλοι πολίτες χάρη στη συνεχή και εντατική διδασκαλία την έχουν αφομοιώσει σε κάποιο βαθμό. Αυτό κατανοείται καλύτερα, αν τους συγκρίνουμε με του πρωτόγονους λαούς που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη την κοινωνική οργάνωση.
Επομένως η κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι μια συνεχής διαδικασία, μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες, που μαθαίνεται όπως η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας και που δεν απαιτεί απαραίτητα την παρουσία δασκάλου. Τότε ποιος είναι ο ρόλος του Πρωταγόρα; Ο ίδιος αυτοσυστήνεται με μετριοφροσύνη ως ένας καλύτερος δάσκαλος της πολιτικής αρετής, που μπορεί να ωφελήσει τους μαθητές του περισσότερο από τους άλλους δασκάλους.
Το αυθεντικό πολυτονικό κείμενο στο συνημμένο αρχείο!
Σχετικά
Μαρ 10 2006
Πρωταγόρας – Πλάτωνα
(Σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση των ενοτήτων 4 – 7 του σχολικού εγχειριδίου)
Στην άποψη του Σωκράτη ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται, αφού όλοι οι πολίτες είναι λίγο ως πολύ φορείς της, αφού όλοι έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν θέση γύρω από τα διάφορα πολιτικά ζητήματα αντιπαρατίθεται ο αβδηρίτης σοφιστής Πρωταγόρας και υποστηρίζει το διαμετρικά αντίθετο…
…Ο τελευταίος διαφωνεί επίσης και με τη θέση του συνομιλητή του, που θέλει τους ίδιους τους πολιτικούς, τους βασικότερους φορείς της πολιτικής αρετής, να μην μπορούν να τη μεταδώσουν στα ίδια τα παιδιά τους.
Μέσα από τις ενότητες του σχολικού εγχειριδίου, για τη θεωρητική κατεύθυνση της Γ΄ λυκείου, ο σοφιστής ανταπαντά και προσπαθεί να ανασκευάσει μία προς μία τις βασικές αντιρρήσεις του φιλοσόφου. Πιο συγκεκριμένα στην 4η ενότητα, με το μύθο του Προμηθέα καταλήγει σε δύο συμπεράσματα• η πολιτική αρετή είναι καθολική και την κατέχουν όλοι οι άνθρωποι, είναι δώρο του Δία που μέσω του Ερμή την πρόσφερε αφειδώς σε όλους ανεξαιρέτως. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι είναι και έμφυτη και άρα ανεπίδεκτη οποιασδήποτε διδασκαλίας. Από μια «βαθύτερη» ανάγνωση του μύθου και μέσω της αποκρυπτογράφησης των αλληγοριών του διαπιστώνεται ο επίκτητος χαρακτήρας της, μια και αυτή αναπτύχθηκε και κατακτήθηκε σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Η περίπτωση της πολιτικής αρετής δεν είναι ίδια με αυτή της τεχνικής δεξιότητας, που ο άνθρωπος κατείχε ευθύς εξαρχής με τη γέννησή του στον κόσμο και που απευθείας την έθεσε στην υπηρεσία του, για να μπορέσει να επιβιώσει.
Η στήριξη των δύο παραπάνω συμπερασμάτων με τη σύμπραξη της λογικής επιχειρηματολογίας από την 5η ενότητα και εξής καταδεικνύει την προσπάθεια του Πρωταγόρα να αναιρέσει το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Στην πρώτη παράγραφο της εν λόγω ενότητας ο σοφιστής του φερώνυμου πλατωνικού διαλόγου επιμένει να αποδέχεται την καθολικότητα της αιδούς και της δίκης, αφού, όπως συμπεραίνει, ακόμη και ο άδικος πρέπει να προσποιείται το δίκαιο. Η ύπαρξη των τιμωριών, των νουθεσιών και των ποινών εξάλλου, μέσα στις κοινωνίες, είναι για το σοφιστή ένα αποστομωτικό επιχείρημα για το διδακτό της αρετής. Από αυτό το σημείο και εξής η παρουσία της αντίπαλης επιχειρηματολογίας είναι κυρίαρχη και σε σημαντικό βαθμό επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εκφορά της επιχειρηματολογίας του ομιλητή του κειμένου μας.
Στην 6η ενότητα, με αφορμή την αναφορά, παραπάνω, στις ποινές, ο Πρωταγόρας επανέρχεται σε μια ορθολογιστική ερμηνεία τους, αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή του. Η πολιτεία επιβάλλει τις ποινές στους άδικους όχι με στόχο την εκδίκηση ή την ανταπόδοση για ένα περασμένο αδίκημα, αλλά για να αποτρέψει από παρόμοια αδικήματα στο μέλλον. Στόχος λοιπόν είναι ο σωφρονισμός του εγκληματία και ο παραδειγματισμός των άλλων. Ικανοποιημένος προφανώς από τον τρόπο που αντέκρουσε την πρώτη θέση του αθηναίου φιλοσόφου ο αβδηρίτης στοχαστής ανακεφαλαιώνει τη θέση του: α) ως εικότως αποδέχονται οι σοι πολ’ιται και χαλκέως και σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τα πολιτικά και β) ότι διδακτόν και παρασκευαστόν ηγούνται αρετήν.
Αξίζει να παρατηρήσουμε τον εμπειρικό χαρακτήρα της παραπάνω επιχειρηματολογίας, που γενικά στηρίζεται στη γνώμη της πλειοψηφίας (ηγείσθαι παντί μετείναι αυτής, ότι δε αυτήν ου φύσει ηγούνται είναι, ότι διδακτόν και παρασκευαστόν ηγούνται αρετήν). Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία αλλά ως αναμενόμενη συνέπεια της γνωσιολογίας του Πρωταγόρα. Γι’ αυτόν η αλήθεια είναι σχετική και δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήρια της. Μέσα στη σχετικότητα που δεσπόζει στον κόσμο το μοναδικό κριτήριο εγκυρότητας που μπορεί να ισχύσει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας. Αυτός ο τρόπος επιχειρηματολογίας δε είναι βέβαια ανεπηρέαστος και από τη δημοκρατική ιδεολογία του βασικού συνομιλητή του Σωκράτη. Αυτή η προσέγγιση της αρετής εξάλλου είναι καθαρά ωφελιμιστική, ότι δηλαδή μόνο το πρακτικά ωφέλιμο είναι και αληθινό.
Στην 7η ενότητα τέλος μεταβαίνουμε στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος του Σωκράτη, για το οποίο χρησιμοποιείται μόνο λογική επιχειρηματολογία (καταρχάς αρνητικά, μ’ ένα πιθανολογικό επιχείρημα: είναι απίθανο οι πολιτικοί άνδρες να μη διδάσκουν τα παιδιά τους κάτι τόσο σημαντικό και στη συνέχεια καταφατικά: όχι μόνο οι πολιτικοί άνδρες αλλά και ολόκληρη η κοινωνία σε μια συντονισμένη ενέργεια προσπαθεί να μεταδώσει την πολιτική αρετή). Το πιθανολογικό επιχείρημα στηρίζεται στην ασυμβατότητα που θα ανέκυπτε αν ίσχυε ο ισχυρισμός του Σωκράτη ανάμεσα στη μεγάλη σημασία της πολιτικής αρετής από τη μια και στην έλλειψη διδασκαλίας της από την άλλη. Με το καταφατικό επιχείρημα αποδεικνύεται ότι όλοι οι φορείς της εκπαίδευσης (οικογένεια, σχολείο, πολιτεία καταβάλλουν προσπάθεια να διδαχθεί η πολιτική αρετή). Απομένει όμως ανερμήνευτο το επιχείρημα του Σωκράτη «δια τι των αγαθών πατέρων οι υιείς φαύλοι γίνονται;». Υπεύθυνη γι’ αυτό το αποτέλεσμα είναι κατά τον Πρωταγόρα η φύση του μαθητή, γιατί η διδασκαλία μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο αν προϋπάρχει ευφυΐα. (Σ΄ ένα σωζόμενο απόσπασμα από τον Πρωταγόρα αναφέρεται χαρακτηριστικά «φύσεως και ασκήσεως διδασκαλία δείται» Diels – Kranz 80Β3). Ακόμη και οι φαύλοι πολίτες χάρη στη συνεχή και εντατική διδασκαλία την έχουν αφομοιώσει σε κάποιο βαθμό. Αυτό κατανοείται καλύτερα, αν τους συγκρίνουμε με του πρωτόγονους λαούς που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη την κοινωνική οργάνωση.
Επομένως η κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι μια συνεχής διαδικασία, μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες, που μαθαίνεται όπως η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας και που δεν απαιτεί απαραίτητα την παρουσία δασκάλου. Τότε ποιος είναι ο ρόλος του Πρωταγόρα; Ο ίδιος αυτοσυστήνεται με μετριοφροσύνη ως ένας καλύτερος δάσκαλος της πολιτικής αρετής, που μπορεί να ωφελήσει τους μαθητές του περισσότερο από τους άλλους δασκάλους.
Το αυθεντικό πολυτονικό κείμενο στο συνημμένο αρχείο!
Συνημμένα
Κοινοποιήστε:
Σχετικά
By eduportal • Διδακτική • 0 • Tags: Πλάτωνας, Πρωταγόρας