Μετάβαση του νηπίου από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο

Αποστολία Μπέκα
Νηπιαγωγός – Μεταπτυχιακή φοιτήτρια

kinderΣτο εκπαιδευτικό μας σύστημα ένα από τα κυριότερα προβλήματα, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι η μετάβαση του νηπίου από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο. Ένα πρόβλημα, το οποίο εντάσσεται στις κρίσιμες μεταβατικές φάσεις της ανάπτυξης και της αγωγής. Ένας μαθητής ακολουθεί την εξής τετραμερή κλιμάκωση των σχολικών βαθμίδων: Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο. Κατά τη μετάβαση από τη μία σχολική βαθμίδα στην επόμενη, επικρατούν νέες συνθήκες και απαιτήσεις, στις οποίες πρέπει να προσαρμοστεί το παιδί και οι οποίες απαιτήσεις μπορούν να δημιουργήσουν ψυχικές εντάσεις, όπως και συγκρούσεις στις σχέσεις του παιδιού με το σχολείο.

Η μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο, το πέρασμα δηλαδή, από την προσχολική στη σχολική ζωή, είναι ένα πέρασμα καθοριστικό για την πνευματική ολοκλήρωση και επιτυχία του παιδιού. Αυτές οι δύο σχολικές βαθμίδες, παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές λόγω και των διαφορετικών επιδιωκόμενων σκοπών, όπως και του διαφορετικού τρόπου οργανώσεών τους.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ  ΠΟΥ  ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ  ΤΗ  ΜΕΤΑΒΑΣΗ
ΑΠΟ ΤΟ  ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΣΤΟ  ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Το νηπιαγωγείο, ουσιαστικά συμβάλλει στην ωρίμανση ικανοτήτων και δεξιοτήτων, ώστε να πραγματοποιηθεί η ομαλή μετάβαση των νηπίων στο δημοτικό σχολείο. Σε αυτό το σημείο, μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν αυτή τη μετάβαση, όπως είναι η σχολική ηλικία, η σχολική τάξη και η κοινωνική προέλευση. Το παιδί σήμερα αποκτά πολλές επιφανειακές γνώσεις, γεγονός, που οδηγεί κάποιον να πιστεύει ότι το παιδί έχει την ανάλογη ωριμότητα και είναι ικανό να πάει στο σχολείο σε πιο μικρή ηλικία.

Μέσα από πολλές όμως έρευνες, που έγιναν πάνω σε αυτό το θέμα, παρατηρήθηκε ότι η πιο κατάλληλη ηλικία για την εισαγωγή του παιδιού στο σχολείο, είναι η ηλικία των 5,5 – 6,5 ετών. Κατά το έβδομο έτος πια, ακμάζει η ανάπτυξη της πραγματολογικής σχέσεως με τον κόσμο, ώστε καθίσταται δυνατή μία επωφελής διαμόρφωση της σχολικής ζωής. Ένα παιδί στην ηλικία των 4-6 ετών δεν μπορεί να παρακολουθήσει μία συστηματική διδασκαλία, να «μάθει». Για το παιδί αυτής της ηλικίας, γνώση είναι το παιχνίδι. Όμως κατά το 6ο – 7ο  έτος με τη βοήθεια και της περιέργειας που εξαπλώνεται σε όλα τα πράγματα, το παιδί αποκτά και σχολική ικανότητα, όπως και σχολική ωριμότητα.

Συνεπώς, η χρονολογική ηλικία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα, τον οποίο πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη οι υπεύθυνοι για την είσοδο των νηπίων στην Α΄ τάξη δημοτικού. Επίσης, ένας άλλος παράγοντας, που επηρεάζει τη μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο, είναι και η σχολική τάξη, εννοώντας βέβαια τους μαθητές, τον δάσκαλο και το αντικείμενο διδασκαλίας. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες διαμόρφωσης της σχολικής τάξης, δε στηρίζονται σε ελεύθερη  εκλογή. Ο δάσκαλος δεν έκανε επιλογή των μαθητών του, ούτε και του αντικειμένου διδασκαλίας, το οποίο καθορίζεται από το αναλυτικό πρόγραμμα και τα διδακτικά βιβλία. Όπως επίσης και ο μαθητής, ο οποίος δεν επιλέγει ούτε τον δάσκαλό του ούτε και το αντικείμενο διδασκαλίας, αλλά εντάσσεται στη σχολική τάξη με κριτήρια, που καθορίζονται από την πολιτεία, όπως είναι η χρονολογική ηλικία και ο τόπος διαμονής.

Από αυτούς τους τρεις παράγοντες διαμόρφωσης της σχολικής τάξης οι δύο, ο δάσκαλος και το αντικείμενο διδασκαλίας, είναι μεταβλητοί. Αντίθετα ο παράγοντας μαθητής είναι αμετάβλητος. Έτσι, μία σχολική τάξη μπορεί να διατηρηθεί με την ίδια περίπου σύνθεση μαθητών από το νηπιαγωγείο ως το δημοτικό και πολλές φορές μέχρι και το Γυμνάσιο.

Ακόμη η κοινωνική προέλευση του κάθε παιδιού παίζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο. Τα παιδιά βέβαια δεν έχουν όλα τις ίδιες ικανότητες και ούτε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Σύμφωνα με τις εμπειρίες, τις επιδράσεις και το οικογενειακό περιβάλλον γίνεται η μετάβαση του νηπίου ομαλή ή όχι. Το κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται το παιδί, παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση της σχολικής ωριμότητας. Η οικογένεια με τον κοινωνικοπολιτιστικό της περίγυρο, καθορίζει την ωρίμανση του παιδιού και το επίπεδο εξέλιξής του.

Τέλος, παράλληλα με τη σχολική ωριμότητα, σπουδαίο ρόλο παίζει και η σωστή ψυχολογική προετοιμασία του παιδιού και η στάση του για το σχολείο. Η σωστή ψυχολογική προετοιμασία εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο συμπεριφοράς των γονέων προς τα παιδιά, γιατί η είσοδος στο σχολείο είναι για το παιδί μια εμπειρία πολύ ερεθιστική αλλά επίσης και τρομακτική. Το να πάει το παιδί στο σχολείο, είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία μια δικής του καινούργιας ζωής μακριά από την οικογένεια. Ακόμη, η στάση που έχει διαμορφώσει το παιδί για το σχολείο, έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο για τη σωστή σχολική προσαρμογή του αλλά και για τις ικανότητες που θα αναπτύξει για μάθηση, πρόοδο και σχολική εργασία.

ΟΙ  ΒΑΣΙΚΕΣ  ΑΡΧΕΣ  ΓΙΑ  ΤΗ  ΜΕΤΑΒΑΣΗ  ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ  ΑΠΟ  ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ  ΣΤΟ  ΔΗΜΟΤΙΚΟ  ΣΧΟΛΕΙΟ

Έχουν επισημανθεί οι αρχές που πρέπει να ακολουθηθούν για την υπερπήδηση αυτών των δυσκολιών, που είναι η αρχή της ατομικότητας και της διαφοροποίησης, η αρχή της ελεύθερης επιλογής, η αρχή της συνεργατικότητας και η αρχή της «συνέχειας». Όταν λέμε αρχή της συνεργατικότητας, εννοούμε τη συνεργασία νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου, συνεργασία νηπιαγωγείου με τους γονείς και επίσης, συνεργασία με άλλους φορείς κοινωνικοποίησης εκτός του σχολείου.

Η αρχή της « συνέχειας » περιλαμβάνει τόσο το προσωπικό και οργανικό, όσο και το διδακτικό και μεθοδολογικό επίπεδο. Ακόμη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διάφορες διαστάσεις της « συνέχειας », όπως: «η οριζόντια διάσταση της συνέχειας», που εννοεί ότι το παιδί αποκτά εμπειρίες που πρέπει να συμφωνούν με τους κανόνες, τις τάσεις και τις αξίες των γονέων, «η κάθετη διάσταση της συνέχειας», που χαρακτηρίζει το βαθμό συμφωνίας ανάμεσα στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό σχολείο, σχετικά με την προσδοκώμενη συμπεριφορά του παιδιού και «η διδακτική – μεθοδολογική διάσταση της συνέχειας», η οποία αναφέρεται στις περιπτώσεις, όπου η μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο, έχει διαφορετική σημασία με τη διακοπή των μέχρι τώρα διδακτικών κανόνων και κανόνων  μάθησης.

Το παιδί δέχεται την επίδραση από διάφορους φορείς όπως είναι η οικογένεια, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η προσχολική και σχολική αγωγή, οι οποίοι επηρεάζουν τη ψυχολογία του και συμβάλλουν στη διανοητική του ανάπτυξη, τη συμπεριφορά του, τη διάπλαση του χαρακτήρα του και γενικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Για την υπερνίκηση των προβλημάτων, που δημιουργούνται κατά το μεταβατικό στάδιο του παιδιού από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο, είναι ανάγκη να υπάρχει συνεργασία αυτών των φορέων μεταξύ τους. Χρειάζεται εναρμόνιση των σχέσεων και των σκοπών των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης, συνεργασία, συνέπεια και ευελιξία. Όπως, τέλος, θα πρέπει να υπάρχει μία αρμονική συνεργασία, ανάμεσα στο νηπιαγωγείο και την οικογένεια, για την ομαλή μετάβαση του παιδιού στο χώρο του σχολείου.

Είναι δεδομένο πια, ότι η συστηματική αγωγή στην προσχολική ηλικία, εκτός από την επίδραση που ασκεί η οικογένεια, είναι εξαιρετικά αναγκαία. Και μέσα  από διάφορα τεστ, που έχουνε γίνει, φαίνεται πόσο μεγάλη διαφορά παρουσιάζουν τα νήπια, που έχουν πάει σε νηπιαγωγείο από εκείνα που δεν έχουν πάει, όσον αφορά την προσαρμογή και την επίδοσή τους στο σχολείο. Για αυτό η προσχολική εκπαίδευση έχει επεκταθεί ραγδαία και έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία  και σπουδαιότητα.

Μέσα, από διάφορες έρευνες, είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν ένα παιδί είναι σχολικά ώριμο και πληροί τις προϋποθέσεις για τη φοίτηση στην πρώτη δημοτικού. Έτσι μπορεί να αποφευχθούν επακόλουθα όπως: αποθάρρυνση λόγω αποτυχίας, ένα σοκάρισμα με την τυχόν αποπομπή του από το σχολείο και παρακώλυση της προόδου της τάξεως. Οι έρευνες μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά, αρκεί μετά να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες.

Το πρόβλημα της μετάβασης έχει παιδαγωγικές, κοινωνικές, διοικητικές, μεθοδολογικές και επιστημονικές όψεις. Για να αντιμετωπιστεί, απαιτείται συνεργασία ανάμεσα στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό σχολείο. Οι παράγοντες, που δυσχεραίνουν την ένταξη του παιδιού στο σχολείο, εκτός βέβαια από το ίδιο το σχολείο είναι, και οι διαφοροποιημένοι σκοποί της αγωγής ανάμεσα στις δύο βαθμίδες, οι μεγαλύτερες απαιτήσεις στο δημοτικό, οι άνισες προϋποθέσεις μάθησης , οι διαφορές στους κανονισμούς, ο μεθοδολογικός τρόπος διδασκαλίας, οι ατομικές διαφορές, καθώς και η σχολική ωριμότητα.

Για να υπάρξει λύση στο πρόβλημα, πρέπει να υπάρχει καταρχήν γνώση των προβλημάτων από τους εκπαιδευτικούς και των δύο βαθμίδων, ώστε να μπορούν να πληροφορούν και τους γονείς με ακρίβεια και υπευθυνότητα. Τέλος, απαιτείται συντονισμός ενεργειών και ψυχολογική υποστήριξη από όλους τους φορείς για την ομαλή ένταξη του νηπίου στη σχολική ζωή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ   ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΚΙΤΣΑΡΑΣ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ  –  ΑΘΗΝΑ 1988
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β.–ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ– ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ –  ΤΕΥΧΟΣ 308 – 1983
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ Ι.Ν. –  ΨΥΧΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ
ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΘΕΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ – ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΖΩΗ – ΤΟΜΟΣ 25Ος – ΤΕΥΧΗ 2 – 4 –
1977
ΚΑΚΑΒΟΥΛΗ Α. – Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ_ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ –
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ – ΑΘΗΝΑ 1984
ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ Γ. –  ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ  – ΑΘΗΝΑ 1987
ΚΑΛΑΝΤΖΗ – ΑΖΙΖΙ Α. – ΣΧΟΛΙΚΗ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ  – ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ – ΤΕΥΧΗ 5-6  – 1982
ΠΥΡΓΙΩΤΑΚΗΣ Ι. –  ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΗ –
ΑΘΗΝΑ 1984