ΡΕ ΚΩΣΤΑ, ΑΚΟΥΕΙΣ ΜΕ, ΡΕ;

Γράφει ο Ομ. Καθηγητής της Φυσιολογίας, Ιατρική σχολή Παν/μίου Αθηνών, Ιωάννης ΧατζημηνάςΔε θυμάμαι σε ποια ακριβώς τάξη του Δημοτικού σχολείου  ο δάσκαλός μας ανάφερε, για πρώτη φορά στο μάθημα της Ιεράς Ιστορίας τον τρόπο με τον οποίο οι απόγονοι  των Ισραηλιτών,  που έφυγαν από την Αίγυπτο των Φαραώ, κυρίευσαν, υπό την αρχηγεία του Ιησού του Ναυή, την οχυρωμένη πόλη της Ιεριχούς.

Θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την κατεδάφιση των τειχών και την άλωση της πόλης μου φάνηκε σαν παρατραβηγμένη από τα μαλλιά  και μάλλον απίθανη.Ο σεβασμός μου όμως προς την αυθεντία του δασκάλου μου και της «Βίβλου,» στην οποία αναγράφεται το γεγονός, δεν μου άφηναν και πολλά περιθώρια για να διατυπώσω  τις απορίες  και τα ερωτηματικά όσον αφορά την πραγματική φυσική δύναμη, που ήταν δυνατό να εξασκείται  από τον ήχο που προέρχεται  από τις εφτά κεράτινες σάλπιγγες των ιερέων   και από τα στόματα και τα λαρύγγια των σαράντα χιλιάδων «λαού,» που αλάλαζε  με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του!

Αργότερα βέβαια έμαθα πως η ενέργεια που αποδίδεται στο ηχητικό κύμα  που εκπορεύεται  τόσο από  τις σάλπιγγες όσο και από τα λαρύγγια  του «λαού,» δεν μπορεί να είναι περισσότερη  από τη δύναμη που εξασκείται, είτε από το μηχανικό έργο που παράγεται από τους εκπνευστικούς μυς. Εξάλλου, τα τείχη της Ιεριχούς – και εδώ που τα λέμε, τα οποιαδήποτε οχυρωματικά τείχη – χρειάζονται τουλάχιστο ένα τρισεκατομμύριο φορές ισχυρότερη μηχανική ενέργεια για να κουνηθούν  από τη θέση τους!
Η όλη  ιστορία μοιάζει  με ονειρικό βίωμα, κατά το οποίο  η φυσική πραγματικότητα μεταμορφώνεται  και διαστρεβλώνεται  σύμφωνα  με τις ενδόμυχες, υποσυνείδητες επιθυμίες  και παρορμήσεις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προφανείς φυσικοί νόμοι που διέπουν τη Φύση, και συνειδητοποιούνται με τις καθημερινές εμπειρίες της ζωής. Για παράδειγμα, ασφαλώς θα σας έχει  τύχει να ονειρεύεστε  πως, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, μπορείτε να ανυψώνεστε σε οποιοδήποτε ύψος πάνω από τα κεφάλια των συνανθρώπων σας, γνωστών και αγνώστων, και να συνδιαλέγεστε μαζί τους, χωρίς αυτοί να εκφράζουν με οποιοδήποτε τρόπο  την απορία ή και την έκπληξή τους για την εκπληκτική και την υπερφυσική αυτή κίνησή σας!
Μολαταύτα, κάθε φορά που παρακολουθώ από την τηλεόραση Ελληνική ταινία ή τηλεοπτικό σήριαλ, και ιδιαίτερα όταν  η εξέλιξη της πλοκής  του έργου φτάνει στη απαραίτητη «φάση των μπουζουκιών, της διπλοπενιάς και του άσματος,» έτσι φευγαλέα  από το μυαλό μου περνάει η εικόνα των τειχών της Ιεριχούς, που γκρεμίζονται κάτω από το άγριο σφυροκόπημα του ήχου  των κεράτινων σαλπίγγων των εφτά ιερέων και του αλαλαγμού  των Ισραηλιτών . Αυτή είναι μάλλον η πρώτη μου μνημονική εγγραφή όσον αφορά τις δυνατότητες του ΗΧΟΥ!
Αλλά με τον ήχο και την ακοή είχα, λίγα χρόνια αργότερα,  και άλλες δοσοληψίες και εμπειρίες;. Από κάπου είχα ξεσηκώσει  το παιδικό παιχνίδι του «τηλεφώνου» με τα δυο σπιρτοκούτια , που συνδέονται  μεταξύ τους  με μια κλωστή, με μήκος κάπου 5 ως 10 μέτρα. Το κάθε σπιρτοκούτι  χρησιμοποιείται  τόσο ως πομπός όσο και ως δέκτης, με εναλλαγή της θέσης του  από το στόμα στο αυτί και αντίστροφα, και εφόσον η κλωστή που τα συνδέει μεταξύ τους είναι σωστά τεντωμένη, η ομιλία μεταβιβάζεται με αρκετή πιστότητα και ένταση από  τον πομπό στο δέκτη. (Αλήθεια, ποτέ  μου δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν αυτό τα παιχνίδι ήταν γνωστό  και …πριν  από το 1876, χρονιά που ο Alexander Graham Bell  παρουσίασε στην πανηγυρική  έκθεση της Φιλαδέλφειας για την εκατοστή  επέτειο  της Διακήρυξης  της Ανεξαρτησίας  των ΗΠΑ, για πρώτη φορά, την εντυπωσιακή του εφεύρεση, το ΤΗΛΕΦΩΝΟ!)
Όπως κι’ αν έχει το πράγμα, τέσσερα περίπου χρόνια  πριν από την εγκατάσταση  των πρώτων τηλεφώνων στην Κερύνεια, κατά τις καλοκαιρινές διακοπές μεταξύ της έκτης Δημοτικού και πρώτης Γυμνασίου, και βέβαια πριν να έχω δει ποτέ στη ζωή μου πραγματικό τηλέφωνο, αποφάσισα ότι ήταν καιρός να επιχειρήσω την τηλεφωνική σύνδεση της…κουζίνας του σπιτιού μας με τον αντίστοιχο χώρο του σπιτιού ενός συμμαθητή μου, που τον καιρό εκείνο ήμασταν αχώριστοι από το πρωί ως το βράδυ. Τα δυο αυτά σημεία  τα χώριζε μια απόσταση, ούτε λίγο ούτε πολύ, κάπου 350 μέτρα. Βέβαια το έδαφος ήταν μάλλον πρόσφορο, γιατί  ανάμεσα στα δυο μας σπίτια μεσολαβούσαν  μόνο ο κήπος μας, ένα άλλο «χωράφι» που παρέμενε χέρσο, μια μικρή ρεματιά  με άγριες βατομουριές, ένα πετρώδες ύψωμα που παλαιότερα  ήταν λατομείο για πωρόλιθο, και η ερημική αυλή  μιας μισοτελειωμένης ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Από τα αποθέματα μεταξιού που διατηρούσε η μάνα μου στο σπίτι και τα χρησιμοποιούσε σε μια υποτυπώδη οικοτεχνία μεταξωτών  υφασμάτων, κλπ., «υπεξαίρεσα» λίγα μασούρια με μετάξινη κλωστή, που για να την κάνω όσο το δυνατό περισσότερο ανθεκτική την έστριψα σε δίκλωνο νήμα με κατάλληλο  αδράχτι, κρυφά, στο υπόγειο του σπιτιού μας.
Για πομπούς και δέκτες πειραματίστηκα  με πολλούς και διάφορους κυλίνδρους από χαρτόνι, κονσερβοκούτια, κι’ ένα  σωρό άλλα υλικά. Έτσι, μέσα σε λίγες μέρες, εγώ και ο συμμαθητής μου βάλαμε μπρος να εγκαταστήσουμε  την τηλεφωνική γραμμή ανάμεσα στα σπίτια μας, επιχείρηση που κράτησε περίπου ολόκληρη τη μέρα. Η στήριξη έγινε με καλαμένιους στύλους, με ύψος περίπου δυο μέτρα, ανά 40 περίπου μέτρα και κατά τρόπον ώστε η τηλεφωνική γραμμή (η κλωστή από μετάξι) να μην έρχεται σε άμεση επαφή  με το καλάμι, αλλά να απέχει από το στήριγμα κάπου μια σπιθαμή, δεμένη με ξεχωριστό νήμα. Βέβαια οι στύλοι χρειάζονταν και αντιστήριξη, η δε γραμμή έπρεπε, για να πληροί τους ανωτέρω όρους να σχηματίζει ένα ελαφρό ζικ – ζακ από καλάμι σε καλάμι.. Όλα αυτά ήταν θέματα και προβλήματα που τα αντιμετωπίζαμε  και να λύναμε επί τόπου χωρίς μεγάλες καθυστερήσεις.
Έτσι, προς το σούρουπο, η μεταξένια κλωστή ήταν στη θέση της, και στην κάθε άκρη της ήταν συνδεδεμένος  ένας πομποδέκτης, καμωμένος από χαρτόνι, με διάφραγμα από ανθεκτικό, γυαλιστερό,  τεντωμένο χαρτί.. Επιπρόσθετα, στην κάθε άκρη ήταν στερεωμένο και ένα μικρό κουδουνάκι, που χτυπούσε με ένα ελαφρό τίναγμα της «γραμμής» που μπορούσε να μεταδίδεται από τον πομπό στο δέκτη και αντίστροφα, με αλλεπάλληλα ελαφρά τραβήγματα του νήματος. Θυμάμαι πως εκείνη τη μέρα θα πρέπει να έκανα,  μαζί με το συμμαθητή μου, τη διαδρομή  από το ένα σπίτι στο άλλο, τουλάχιστο δέκα φορές, αλλά η έξαψη, η ένταση της προσοχής, η αντιμετώπιση των πολλαπλών προβλημάτων που απαιτούσαν άμεση λύση  και η αναμονή του …κοσμοϊστορικού αποτελέσματος  των προσπαθειών μας δεν είχαν αφήσει κανένα περιθώριο για κούραση. Αλλά ούτε και την παραμικρή αμφιβολία  για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Έτσι, κατά το βραδάκι, μόλις και η τελευταία λεπτομέρεια είχε αντιμετωπιστεί με επιτυχία, έστειλα επειγόντως τον συμμαθητή μου στο σπίτι του, με την εντολή, μόλις φτάσει, να δώσει το κατάλληλο σήμα με το κουδουνάκι. Εγώ, με την αγωνία  της αναμονής, στεκόμουνα δίπλα  από τη συσκευή  σε στάση ετοιμότητας. Σε κάποια στιγμή, το κουδουνάκι άρχισε να χτυπάει. Σήκωσα το μικρό χαρτονένιο κύλινδρο μπροστά στο στόμα  μου, τέντωσα την κλωστή και μίλησα μάλλον φωναχτά:
«Ρε Κώστα, ακούεις με,  ρε;»
Και η απάντηση ήλθε, με καθυστέρηση δευτερολέπτου, κρυστάλλινη και καθαρή!
«Ρε Γιαννή, ακούω σε καθαρά!»
Το τηλέφωνο  λειτούργησε ακόμα δυο μέρες. Ανάμεσα στους δυο πομποδέκτες από χαρτόνι δεν θυμάμαι να είχαν ανταλλαγεί και πολύ βαρυσήμαντα μηνύματα!. Μόνο που δοκιμάστηκαν τρεις – τέσσερις άλλοι πομποδέκτες από διάφορα υλικά, καθώς και κάποια βελτίωση της ανάρτησης της γραμμής με ελατήρια  στα δυο της τέρματα, για την καλύτερη λειτουργία  των κουδουνιών κλήσεως.
Κατά τη λειτουργία όμως των λίγων αυτών ημερών, έμαθα με άμεση εμπειρία, ένα σωρό πράγματα  για τον ήχο και την ακοή, ανακάλυψα και κατανόησα τους μηχανισμούς της παραγωγής και της μετάδοσής του, τουλάχιστον κατά μήκος μιας κλωστής από μετάξι, μεταξύ δυο διαφραγμάτων από γυαλιστερό λεπτό χαρτί, που απείχαν μεταξύ τους κάπου 350 μέτρα!
Το τρίτο βράδυ από την εγκατάστασή του, μια καλοκαιρινή θύελλα μας ξήλωσε ολόκληρη τη γραμμή, και το πρωί αντικρύσαμε   τα απομεινάρια του έργου των χειρών μας. Δεν επιχειρήσαμε όμως να ξαναστήσουμε την τηλεφωνική μας εγκατάσταση. Άλλωστε, δεν υπήρχε και κανένας σημαντικός λόγος που να αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία  με τον συμμαθητή και φίλο μου τον Κώστα, που να καθιστά απαραίτητη την παρουσία αυτής της τηλεφωνικής σύνδεσης! Η αξία   του όλου εγχειρήματος  ποτέ δεν υπήρξε η πρακτική εξυπηρέτηση  που θα μπορούσε να μας προσφέρει. Η μεγάλη μας ικανοποίηση και απόλαυση ήταν τα βιώματά μας κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, καθώς και το τελικό γεγονός της επιτυχημένης λειτουργίας του.
Κι’ ερχόμαστε  τώρα στον ήχο. Πρόκειται για παλμικές δονήσεις  στον αέρα (συνήθως), δηλαδή αλλεπάλληλα  κύματα  συμπίεσης και αποσυμπίεσης, με συχνότητα από 17 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο μέχρι και περίπου 20.000 ανά δευτερόλεπτο, που μετακινούνται με αρκετά μεγάλη ταχύτητα (περίπου 340 μέτρα ανά δευτερόλεπτο, στον αέρα, στο επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας),  που διεγείρουν τα ακουστικά μας όργανα (τα αυτιά μας), με αποτέλεσμα  τη γένεση του ακουστικού αισθήματος.
Στον αέρα μπορούν να δημιουργούνται  και παλμικές δονήσεις  με συχνότητα μικρότερη από 17 ανά  δευτερόλεπτο, αλλά αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «ήχος ,» γιατί δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές  από τα αυτιά μας. Από την άλλη μεριά, οι παλμικές δονήσεις στον αέρα μπορεί να εμφανίζουν και πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, ακόμα και πέρα από 100.000 ανά δευτερόλεπτο. Πρόκειται για «ήχους» που δεν γίνονται αντιληπτοί  από το αυτί μας και γι’ αυτό  τους χαρακτηρίζουμε ως  ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ.
Εντούτοις, ορισμένοι από αυτούς τους υπερήχους γίνονται αντιληπτοί με  τα ακουστικά όργανα  διαφόρων ζώων, όπως είναι η γάτα και ο σκύλος, καθώς και η νυχτερίδα. Στην τελευταία  μάλιστα, έχει αναπτυχθεί ένα τελειότατο σύστημα για την εκπομπή και τη λήψη υπερήχων που λειτουργεί ως ΡΑΝΤΑΡ, με αποτέλεσμα  η νυχτερίδα να πετά ελεύθερα και να βρίσκει το δρόμο της, αλλά και να εντοπίζει τη λεία της (πετούμενα  έντομα), πετώντας μέσα σε λαβύρινθο από πολυδαίδαλες  στοές, με πλήθος εμποδίων, χωρίς  καμιά δυσκολία, σε απόλυτο σκοτάδι. Με τους υπερήχους η νυχτερίδα «βλέπει» με τα αφτιά της.
Αυτό γίνεται  γιατί από τα φωνητικά της όργανα  εκπέμπονται, πάρα πολλές φορές ανά δευτερόλεπτο, βραχύχρονες αλλεπάλληλες σειρές από κύματα υπερήχων, που αντανακλούνται  από τις γύρω  στερεές επιφάνειες,  αλλά και μικροαντικείμενα, μέχρι ακόμα και από  πετούμενα κουνούπια! Οι αντανακλώμενοι αυτοί υπέρηχοι, επενεργούν στην ακουστική συσκευή της νυχτερίδας, και με την κατάλληλη  επεξεργασία  των στοιχείων τους από τα ειδικά νευραδικά κυκλώματα του εγκεφάλου,  παρέχουν στη νυχτερίδα σαφέστατη εικόνα του περιβάλλοντος, πιθανώς τόσο λεπτομερειακή, όσο και αυτή που παρέχεται  από την όραση!
Αλλά πως ακούμε; Βέβαια ακούμε με το αισθητήριο σύστημα  που αποτελείται  από τα αυτιά μας, και τα εξειδικευμένα  τμήματα του εγκεφάλου μας, όπου γίνεται η επεξεργασία  των στοιχείων που προέρχονται  από τα αυτιά. Αυτό το αισθητήριο όργανο που  ονομάζεται αυτί, στην ουσία αποτελείται από:
1)      ένα τελειότατο  δέκτη ηχητικών κυμάτων
2)      ένα  μηχανικό – υδραυλικό αναλυτή συχνοτήτων, και
3)      ένα  μετατροπέα  των ηχητικών  συχνοτήτων σε νευρικές διεγέρσεις, που μεταβιβάζονται με τις νευρικές ίνες του ακουστικού νεύρου προς τα ειδικά νευραδικά κυκλώματα στον εγκέφαλο.
Ο δέκτης των ηχητικών κυμάτων  είναι αυτό που ονομάζουμε έξω και μέσο αυτί, δηλαδή το πτερύγιο του αυτιού, ο έξω ακουστικός πόρος, το τύμπανο και το σύστημα των ακουστικών οσταρίων. Όλα αυτά λειτουργούν για να μεταβιβάσουν  το ηχητικό κύμα, με μεγάλη πιστότητα  προς το έσω αυτί, δηλαδή προς τον αναλυτή συχνοτήτων, και τον μετατροπέα  του σε αντίστοιχες νευρικές ώσεις.
Το πτερύγιο του αυτιού λειτουργεί σαν ένα χωνί που συγκεντρώνει τα ηχητικά κύματα και τα κατευθύνει προς τον έξω ακουστικό πόρο, και με αυτό τον  τρόπο η μηχανική τους επίδραση πάνω στο τύμπανο ενισχύεται.
Ο έξω ακουστικός πόρος είναι ένας σωλήνας, μήκους  περίπου 2,5 εκατοστομέτρων και διαμέτρου μικρότερης από 1 εκατοστόμετρο, που στο εσωτερικό του άκρο αποφράσσεται από το τύμπανο, μια λεπτή τεντωμένη μεμβράνη, η οποία αποτελεί το όριο μεταξύ του έξω και του μέσου αυτιού. Τα ηχητικά κύματα  που φέρονται μέσα στον έξω ακουστικό πόρο προσκρούουν  πάνω στο τύμπανο, το οποίο με αυτό τον τρόπο εξαναγκάζεται να μετακινείται μέσα – έξω, ανάλογα με την αυξομείωση  της πίεσης που δέχεται στην έξω επιφάνειά του από τα αλλεπάλληλα ηχητικά κύματα. Έτσι, τα κύματα πύκνωσης – αραίωσης του αέρα που φτάνουν στο αυτί μας  μετατρέπονται σε ανάλογη μηχανική  μετακίνηση του τυμπάνου  μέσα – έξω. Αυτή είναι η πρώτη επίδραση του ήχου στο αυτί μας.
Ακριβώς στο κέντρο της έσω επιφάνειας  του τυμπάνου είναι στερεωμένη η λαβή της σφύρας, ενός από τα τρία ακουστικά οστάρια  (σφύρα, άκμονας και αναβολέας), που βρίσκονται στο μέσο αυτί. Τα τρία αυτά ακουστικά οστάρια, που το μέγεθός τους είναι λίγα μόνο χιλιοστόμετρα, αρθρώνονται μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ένα είδος αρθρωτού μοχλού, που χρησιμεύει για τη μεταβίβαση των κινήσεων του τυμπάνου προς τη μεμβράνη  που αποφράσσει την ωοειδή θυρίδα, δηλαδή την είσοδο προς το έσω αυτί.
Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι, εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς που υπάρχει  μεταξύ της επιφάνειας του τυμπάνου (κάπου 55 τετραγωνικά χιλιοστόμετρα), και της επιφάνειας της βάσης του αναβολέα (3,2 τετραγωνικά χιλιοστόμετρα), που προσαρμόζεται στην ωοειδή θυρίδα, καθώς και το είδος του μοχλού που σχηματίζουν τα τρία  ακουστικά οστάρια, το εύρος της μετακίνησης  της μεμβράνης  της ωοειδούς θυρίδας περιορίζεται  μόνο στα τρία τέταρτα  της μετακίνησης του τυμπάνου. Η πίεση όμως που εξασκείται  στην ωοειδή θυρίδα είναι περίπου 22 φορές μεγαλύτερη από αυτή που εξασκείται από το ηχητικό κύμα  πάνω στο τύμπανο. Με άλλα λόγια, το σύστημα των ακουστικών οσταρίων, που χρησιμεύει  για τη μετάδοση των κραδασμών (ήχου),  από το τύμπανο προς το έσω αυτί, επιφέρει κάποια μείωση  του εύρους της μετακίνησης, αλλά πολλαπλασιάζει την πίεση που εξασκείται στο υγρό που γεμίζει τον λαβύρινθο.
Εκτός από αυτό, πάνω σ’ αυτό το σύστημα  εξασκείται  και η επίδραση δυο πολύ μικρών γραμμωτών μυών, των μικρότερων μυών που υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. (ο διατείνων το τύμπανο και ο μυς του αναβολέα). Με την επίδραση των δυο αυτών μυών, όταν συστέλλονται, η λειτουργία του συστήματος των ακουστικών οσταρίων  περιορίζεται σημαντικά, κυρίως για ήχους που έχουν συχνότητα κάτω από 1.000 παλμικές δονήσεις ανά δευτερόλεπτο. Το αποτέλεσμα είναι ότι με αυτό τον τρόπο προστατεύεται το έσω αυτί από τη βλαβερή επίδραση πολύ ισχυρών και ιδιαίτερα χαμηλών ήχων.
Η προστασία αυτή είναι αντανακλαστική, με κέντρο στον εγκέφαλο, και τίθεται σε λειτουργία αυτόματα κάθε φορά  που το άτομο εκτίθεται σε πολύ έντονο, χαμηλής συχνότητας, ήχο. Μπορεί όμως να ενεργοποιείται  και με τη βούλησή μας κάθε φορά που  μέσα σε κυκεώνα από θορύβους, τύμπανα, ταμπούρλα, και λαρυγγισμούς,  εντείνουμε την προσοχή μας για να ξεχωρίσουμε  και να ακούσουμε  κάτι  το συγκεκριμένο, για παράδειγμα αυτά που μάταια προσπαθεί να μας πει  ο διπλανός μας όταν …διασκεδάζουμε στα μπουζούκια!
Και έτσι φτάνουμε στο έσω αυτί. Πρόκειται για ένα χώρο με τη μορφή ενός ελικοειδή σωλήνα (με 2,75 στροφές), και ολικό μήκος 35 χιλιοστόμετρα, που ονομάζεται λαβύρινθος. Ουσιαστικά, το τμήμα του λαβυρίνθου που αφορά την αίσθηση της ακοής, αποτελείται από ένα σωλήνα που αρχίζει από την ωοειδή θυρίδα , ακολουθεί όλες τις στροφές  του λαβυρίνθου μέχρι την κορυφή του, και από εκεί ανακάμπτει  και καταλήγει πολύ κοντά στην αφετηρία  του, στο έσω αυτί, όπου το στόμιό του, που λέγεται στρογγύλη  θυρίδα, αποφράσσεται από μια μεμβράνη. Μεταξύ  αυτών των δυο σκελών (αιθουσαία κλίμακα και τυμπανική κλίμακα), έτσι όπως είναι διατεταγμένα μέσα στο λαβύρινθο, παρεμβάλλεται ένας άλλος χώρος, η μέση κλίμακα, μέσα στην οποία  περιέχεται το όργανο του Corti, δηλαδή  το όργανο που μετατρέπει  τις διάφορες συχνότητες του ήχου που έχει εισέλθει μέσα στο έσω αυτί, σε νευρικές ώσεις, που στη συνέχεια  τροφοδοτούνται προς τον εγκέφαλο. Όλοι αυτοί οι χώροι είναι γεμάτοι με κατάλληλο υγρό.
Τα ηχητικά κύματα που φτάνουν στην ωοειδή θυρίδα προκαλούν, μέσα  στο υγρό που περιέχεται στην αιθουσαία κλίμακα ανάλογα κύματα πίεσης, τα οποία μεταδίδονται κατά μήκος αυτής της κλίμακας και προκαλούν ανάλογη παραμόρφωση του τοιχώματος. Η παραμόρφωση όμως αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη για κάθε συχνότητα ηχητικού κύματος  σε διαφορετικό σημείο του τοιχώματος, που είναι έτσι φτιαγμένο  ώστε να εμφανίζει  τη δική του ιδιοσυχνότητα. Το αποτέλεσμα είναι ότι  τα ηχητικά κύματα  με μεγάλη συχνότητα, δηλαδή οι υψηλοί ήχοι, προκαλούν μηχανική παραμόρφωση του τοιχώματος  πολύ κοντά στην ωοειδή θυρίδα, ενώ οι ήχοι με χαμηλή συχνότητα παραμορφώνουν το τοίχωμα παρακάτω, κατά μήκος του λαβυρίνθου. Με αυτό τον τρόπο, οι διάφοροι πολύπλοκοι ήχοι που αποτελούνται από πολλές συχνότητες  με τις αρμονικές τους, που προσπίπτουν στο αυτί, όπως είναι η ομιλία, το τραγούδι, οι ήχοι που προέρχονται από τα διάφορα όργανα  της ορχήστρας, κλπ., αναλύονται στις συχνότητες που τους αποτελούν, και η κάθε συχνότητα  παραμορφώνει  ένα συγκεκριμένο  τμήμα των τοιχωμάτων  που διαχωρίζουν τις δυο κλίμακες, την αιθουσαία  και την τυμπανική.
Από το σημείο αυτό και πέρα, ο ήχος παύει πλέον να αποτελείται από  αλλεπάλληλες κυματοειδείς κινήσεις που εμφανίζουν κάποια συχνότητα, και συνίσταται απλά σε μηχανικές παραμορφώσεις σε συγκεκριμένα τμήματα  μιας μεμβράνης μέσα στο λαβύρινθο. Το μέγεθος αυτών των παραμορφώσεων  εξαρτάται από την ένταση του ήχου και όχι από τη συχνότητά του, η οποία συχνότητα καθορίζει πλέον τη θέση της παραμόρφωσης κατά μήκος αυτής της μεμβράνης.
Αυτές οι παραμορφώσεις  της μεμβράνης επιδρούν, με μηχανικό τρόπο,  πάνω στα τριχοφόρα κύτταρα του οργάνου του Corti, και συγκεκριμένα κάμπτουν  προς τα εμπρός ή προς τα πίσω  τα υπομικροσκοπικά  τριχίδια αυτών των κυττάρων, με συνέπεια  τη μεταβολή του ηλεκτρικού φορτίου των κυττάρων, ανάλογα με το μέγεθος και την κατεύθυνση  αυτής της κάμψης. Σε επαφή με αυτά τα κύτταρα έρχονται οι δενδρίτες  των νευράδων  του ελικοειδούς γαγγλίου, δηλαδή των νευρικών κυττάρων από τα οποία εκφύονται οι νευρικές ίνες  που αποτελούν το ακουστικό νεύρο. Έτσι, κάθε φορά που το ηλεκτρικό φορτίο  ενός είτε περισσότερων  κυττάρων   του οργάνου του Corti μεταβάλλεται, ορισμένες  ίνες του ακουστικού νεύρου ενεργοποιούνται και άγουν ώσεις προς τα ακουστικά κέντρα στον εγκέφαλο.
Τελικά, αυτές οι νευρικές ώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες διοχετεύονται  προς το αντίθετο ημισφαίριο του εγκεφάλου, αφού περάσουν  από νευρικές συνάψεις, καταλήγουν, κατά κύριο λόγο, στην άνω κροταφική έλικα  του φλοιού του εγκεφάλου, όπου, μετά από κατάλληλη αποκωδικοποίηση, δίδουν γένεση  στο εκπληκτικό αυτό φαινόμενο που λέγεται ΑΚΟΗ!
«Ρε Κώστα, ακούεις με,  ρε;»
«Ρε Γιαννή, ακούω σε καθαρά!»