ΕΥΡΩΠΗ το σκοτεινό αποικιοκρατικό παρελθόν, ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’, τα αποικιακά μνημεία των Βρυξελλών, το AfricaMuseum, αυτόχθονες & ευρωπαϊκός διαφωτισμός

του Δρ. Δημητρίου Κουτάντου, εκπαιδευτικού

«Λίγα χρόνια αργότερα, ανταποκρίνεται στην πρόσκληση ενός Αμερικανού φίλου να πάει στο Νέο Μεξικό για να συναντήσει τους Ινδιάνους Πουέμπλο. Ο [Καρλ] Γιουνγκ κάνει μακριές συζητήσεις στα αγγλικά (μιλάει και γράφει με ευχέρεια γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά) με έναν αρχηγό τους, τον Οχουιέ Μπιάνο, όνομα που σημαίνει «Λίμνη των βουνών». Είναι ο πρώτος εμβρυθής διάλογος που μπορεί να κάνει κατ’ ιδίαν με έναν μη Δυτικό. Εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από μια συνομιλία την οποία αναφέρει στην αυτοβιογραφία του: «Οι λευκοί πάντα κάτι θέλουν, πάντα είναι ανήσυχοι και νευρικοί. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι θέλουν. Δεν τους καταλαβαίνουμε. Νομίζουμε ότι είναι τρελοί». Τον ρώτησα γιατί νόμιζε ότι όλοι οι λευκοί είναι τρελοί. «Λένε ότι σκέφτονται με τα κεφάλια τους» απάντησε ο Οχουιέι Μπιάνο. «Φυσικά. Εσείς με τι σκέφτεστε;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Σκεφτόμαστε εδώ» είπε δείχνοντας την καρδιά του. Έπεσα σε βαθύ διαλογισμό. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, έτσι μου φάνηκε, κάποιος σκιαγραφούσε την εικόνα του αληθινά λευκού άντρα. [. ..] Αυτό που από τη δική μας σκοπιά αποκαλούμε αποικισμό, ιεραποστολές στους άθεους, εξάπλωση του πολιτισμού και άλλα τέτοια έχει και ένα άλλο πρόσωπο – το πρόσωπο του αρπακτικού όρνιου που ψάχνει με απάνθρωπη προσήλωση το μακρινό θήραμα-, ένα πρόσωπο αντάξιο της φυλής των πειρατών και των ληστών. Μου φαίνεται ότι όλοι οι αετοί και τα άλλα αρπακτικά πλάσματα που στολίζουν τους θυρεούς μας είναι εύστοχες ψυχολογικές απεικονίσεις της αληθινής μας φύσης» (Καρλ Γιουνγκ, 2015, Αναμνήσεις σκέψεις όνειρα, στον Φρέντερικ Λενουάρ, 2024, Καρλ Γιουνγκ ο εξερευνητής της ανθρώπινης ψυχής, σσ. 121-122).

Αποικιακά μνημεία και οι κλεμμένες ταυτότητες της τέχνης

Λίγα χρόνια πριν εργάστηκα για τρία χρόνια ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός στην Κινσάσα, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Μαγική εμπειρία, αυτός ο κύκλος ενώνεται με την επίσκεψή μου στο Βασιλικό Μουσείο για την Κεντρική Αφρική (Royal Museum of Central Africa) στο Tervuren, λίγο έξω από τις Βρυξέλλες στο Βέλγιο. Το AfricaMuseum είχε κλείσει μια πενταετία ως το τελευταίο αποικιοκρατικό μουσείο του κόσμου προκειμένου να ανακαινισθεί και να λειτουργήσει από το 2018 ως μουσείο εθνογραφίας και φυσικής ιστορίας. Το μουσείο κατασκευάστηκε μαζί με άλλα μνημεία για να παρουσιάσει το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, την «προσωπική περιουσία» του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου, στη Διεθνή Έκθεση του 1897, ανάμεσα στα εκθέματα που παρακολούθησαν πάνω από ένα εκατομμύριο επισκέπτες ήταν και ο ανθρώπινος ζωολογικός κήπος με το «κονγκολέζικο χωριό». Σήμερα το AfricaMuseum φιλοξενεί συλλογές κυρίως από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Μπουρούντι και τη Ρουάντα. Σύμφωνα με τον ισότοπο του μουσείου τα εκθέματα που εκτίθενται αποτελούν λιγότερο από το 5% της συνολικής συλλογής του, η οποία περιλαμβάνει το τμήμα ζωολογίας, το τμήμα γεωλογίας και ορυκτολογίας και το τμήμα πολιτιστικής ανθρωπολογίας με 120.000 εθνογραφικά αντικείμενα, μόνο 1.600 εκ των οποίων εκτίθενται. Από τα 85.000 αντικείμενα του Κονγκό στη συλλογή του μουσείου, το Βέλγιο εκτιμά ότι μόνο 883 από αυτά, δηλαδή λιγότερα από 1%, μπήκαν παράνομα στη χώρα. Το μουσείο ανακοίνωσε ότι το 58% των εκθεμάτων αποκτήθηκε νόμιμα και το υπόλοιπο 40% της συλλογής απαιτεί περαιτέρω έρευνα.

Ακόμη, μια σύντομη βόλτα στο κέντρο των Βρυξελλών τον προηγούμενο μήνα αποπνέει αποικιοκρατία. Εδώ βρίσκονται τα αγάλματα του εγκληματία της ανθρωπότητας βασιλιά Λεοπόλδου Β’ (κατοχή του Κονγκό 1885-1908), όσα δεν έχουν απομακρυνθεί είναι λουσμένα με φρέσκο κόκκινο χρώμα, σύμβολο του αίματος των εκατομμυρίων Αφρικανών που σφαγίασε. Εδώ στο κέντρο των Βρυξελλών βρίσκονται και τα κτήρια-μνημεία που οικοδόμησε ο εγκληματίας με το αίμα εκατομμυρίων αθώων Αφρικανών, όπως το Πάρκο της Πεντηκονταετίας/Parc du Cinquantenaire, η Κεντρική Αψίδα/Cinquantenaire Arcade (1905), το ίδιο το κτήριο του AfricaMuseum (1898) κ.ά., βλ. παρακάτω το βίντεο με τα αποικιοκρατικά μνημεία των Βρυξελλών. «Το σχέδιο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, η παραγωγή καουτσούκ εκατονταπλασιάστηκε, το Κονγκό έγινε η προσοδοφόρα αποικία της Αφρικής και ο Λεοπόλδος ο πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη. Μουσεία, δρόμοι, πάρκα και δημόσιοι κήποι, αγάλματα, σιδηροδρομικοί σταθμοί χτίστηκαν στο Βέλγιο χάρη στο βασιλιά-κτίστη Λεοπόλδο. Η ιστορία, δυστυχώς δεν είχε μονάχα νικητές. Χιλιάδες Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έγιναν συνεργοί σε απερίγραπτες θηριωδίες» (σελ. 19, από την εισαγωγή του Θοδωρή Τσομίδη στο βιβλίο του Έντμουντ Μορέλ, 2022, Απέναντι στην Καρδιά του σκότους, ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908]). Το 1994 σε ένα μεγάλο οδικό ταξίδι από την Ελλάδα φτάσαμε στο Βέλγιο στην Κεντρική Αψίδα των Βρυξελλών, τότε κοιτάζαμε εντυπωσιασμένοι, δε γνωρίζαμε, σήμερα 30 χρόνια μετά, κατά τη δεύτερη επίσκεψή μου γνωρίζω, η αψίδα μου προκαλεί απέχθεια.

Όπως πολύ εύστοχα τονίζουν κάποιοι μελετητές, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει ως μείζονα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα το ολοκαύτωμα και τον κομμουνισμό, αλλά έχει πάθει «αποικιακή αμνησία»; Στις 31 Οκτωβρίου 2024 ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ επισκέφτηκε την Κάντανο και ζήτησε πολύ προσεκτικά/νομικά «συγχώρεση» στα ελληνικά, στο όνομα της Γερμανίας: «Ζητώ συγχώρεση για το γεγονός ότι μετά τον πόλεμο η Γερμανία απέστρεψε το βλέμμα της από τα εγκλήματα που διέπραξε. Πρέπει όμως να διατηρήσουμε τη μνήμη». Δεν είπε όμως «συγνώμη» κάτι που θα πυροδοτούσε το αίτημα για τις «γερμανικές αποζημιώσεις»/german reparations/world war II reparations. Στις 8 Ιουνίου 2020 ο Βέλγος βασιλιάς Philippe κατά την ιστορική επίσκεψή του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εξέφρασε τις «τύψεις» αλλά δε ζήτησε επίσημα «συγγνώμη» για την αποικιοκρατία στο Κονγκό, και να δώσει ένα ακόμη νομικό επιχείρημα για τις αποζημιώσεις. Στο βιβλίο έρευνα του Adam Hochschild, «Το φάντασμα του βασιλιά Λεοπόλδου», πλήρης τίτλος: «King Leopolds Ghost: A Story of Greed, Terror, and Heroism in Colonial Africa» (1999), αναφέρεται ότι οι δολοφονίες, η πείνα και οι ασθένειες σκότωσαν έως και 10 εκατομμύρια Κονγκολέζους. Εκτιμάται ότι εξολοθρεύθηκε περίπου ο μισός πληθυσμός κατά τα πρώτα 23 χρόνια της διακυβέρνησής του βασιλιά Λεοπόλδου Β’, περίοδο που διακυβέρνησε το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό ως προσωπικό φέουδο ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούσε τη φήμη του μεγάλου ανθρωπιστή. Οι αποζημιώσεις της αποικιοκρατίας, ηθικές και υλικές, είναι ένα τεράστιο ζήτημα, ανοικτό, ενεργό, βήματα έχουν γίνει σε μεμονωμένες περιπτώσεις σε πολλά μέρη του κόσμου, βλ. περισσότερα «αποζημιώσεις για τη δουλεία», «reparations of slavery».

Επιπλέον, η κλεμμένη πολιτιστική κληρονομιά, τα σύμβολα ταυτότητας των λαών, όπως είναι η κλεμμένη τέχνη από την Ελλάδα και το Κονγκό, τα Γλυπτά του Παρθενώνα και τα Μπρούτζινα Γλυπτά του Μπενίν θα επιστραφούν στις χώρες τους από το Βρετανικό Μουσείο, το Humboldt Forum στο Βερολίνο κ.ά.; βλ. τα σχετικά βίντεο για αυτά τα μουσεία και τα μνημεία που επισκέφτηκα πρόσφατα. Ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτιδας Mati Diop (2024) με τίτλο «Δαχομέη»/Dahomey περιγράφει τη βίαιη αρπαγή 26 αρχαιοτήτων της Δαχομέης από τη Γαλλία 130 χρόνια πριν και τον συγκινητικό επαναπατρισμό τους στο Μπενίν. Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, επίσημη πρόταση της Σενεγάλης για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας αυτή τη χρονιά, κοινά αιτήματα με αυτό για τα «μάρμαρα του Παρθενώνα».

Χωρίς αἰδὼ, η Διάσκεψη του Βερολίνου (1884-1885) άνοιξε την πόρτα της Αφρικής και εισέβαλε βίαια με τον ευρωπαϊκό αποικισμό και το εμπόριο. Στη διάσκεψη συμμετείχαν αυτοβούλως και αυθαίρετα 13 ευρωπαϊκά έθνη και οι ΗΠΑ: Βέλγιο, Γερμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία, Δανία, Ισπανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρωσική Αυτοκρατορία, Σουηδία-Νορβηγία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΦΡΙΚΑΝΟΣ. Μοίρασαν την Αφρική λες και ήταν η δική τους περιουσία, το δικό τους σπίτι, και την οδήγησαν στην απόλυτη καταστροφή. Η διάσκεψη κατήργησε την αφρικανική αυτονομία και την αυτοδιακυβέρνηση. Η αποικιοκρατία υπήρξε μια διαρκής πράξη πολέμου, λεηλασίας, κατάκτησης, σφαγής. Δυστυχώς η Αφρική και οι άλλες αποικίες κατακτήθηκαν με τη βία και όχι τον πολιτισμό. Ούτε η βίβλος στο χέρι, ούτε η τεχνολογία, ούτε ο δυτικός πολιτισμός αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης για τους Αφρικανούς ή τους άλλους λαούς γιατί η επιβολή έγινε με τα όπλα, δεν υπήρξε χρόνος ή διάθεση για πολιτιστική ανταλλαγή. Ούτε η ευρωπαϊκή δημογραφική ανάπτυξη, ούτε η ευρωπαϊκή τεχνολογική εξέλιξη, ούτε η χριστιανική πίστη και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στοιχειοθετούσαν οποιανδήποτε δικαίωμα για εισβολή στους άλλους λαούς. Η παράδοση συνεχίζεται, η βιαιότητα του χρήματος, ένας επιστημονικός-τεχνολογικός-καπιταλιστικός-πολιτισμός που από την μια δεν ξέρει που πάει και από την άλλη έχει πάντα ως προτεραιότητα το κέρδος, τα «πράγματα» και λιγότερο τον άνθρωπο και τη φύση.

ΒΕΛΓΙΟ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – BELGIUM BRUSSELS: Λεοπόλδος Β’, αποικιακά μνημεία, Πάρκο της Πεντηκονταετίας/Parc du Cinquantenaire, Κεντρική Αψίδα/Cinquantenaire Arcade, AfricaMuseum, βίντεο διάρκειας 17’ λεπτών: τα αγάλματα του εγκληματία της ανθρωπότητας Λεοπόλδου Β΄ δεύτερου Βασιλιά των Βέλγων στις Βρυξέλλες σήμερα, ιδιοκτήτη της Ελεύθερης Πολιτείας του Κονγκό από το 1885 μέχρι το 1908, τα αποικιακά έργα όπως το Πάρκο της Πεντηκονταετίας/Parc du Cinquantenaire, η Κεντρική Αψίδα/Cinquantenaire Arcade, το AfricaMuseum

Μαρτυρίες από τον αποικισμό του Κονγκό παράδειγμα του πολιτισμού μας

Ας δούμε σύντομα μερικά γεγονότα και μαρτυρίες από την αποικιοκρατική κατάκτηση του Βελγίου και τα εγκλήματα του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ στο Κονγκό. Μια τέτοια ιστορία συνήθως αρχίζει κάπως έτσι. Τι προπαγάνδιζαν όλοι αυτοί μεταξύ τους; «Εναρκτήρια ομιλία του βασιλιά του Βελγίου, Λεοπόλδου, στο Γεωγραφικό Συνέδριο για την Κεντρική Αφρική, 1876. «[…] Να φέρουμε τον πολιτισμό στο μοναδικό μέρος της Γης όπου δεν έχει καταφέρει να φτάσει ακόμη, να σκίσω με το πέπλο του σκότους που σκεπάζει ολόκληρους λαούς, αυτή είναι, τολμώ να πω, μια σταυροφορία του αιώνα της προόδου. Το Βέλγιο, ένα ουδέτερο κράτος στην καρδιά της Ευρώπης, φαντάζει στα μάτια μου ως το πλέον κατάλληλο μέτρο για τη συνάντησή μας κι αυτό είναι που μου έδωσε το θάρρος να σας καλέσω σήμερα στο σπίτι μου γι’ αυτό το μικρό συνέδριο, τις εργασίες του οποίου ξεκινώ απόψε με μεγάλη μου χαρά. Περιττό να αναφέρω πως, προσκαλώντας σας στις Βρυξέλλες, δεν εμφορούμαι σε καμία περίπτωση από ιδιοτελή κίνητρα. Όχι, κύριοι, το Βέλγιο, έστω κι αν είναι μικρό, είναι ικανοποιημένο και χαρούμενο για τις τύχες του. Αυτό μόνο φιλοδοξώ να υπηρετήσω»[…]» (Έντμουντ Μορέλ, 2022, Απέναντι στην καρδιά του σκότους, ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908], σελ. 148).

Ο βασιλιάς του Βελγίου προσπάθησε συστηματικά κυρίως να κρύψει, και σε δεύτερο χρόνο να καλύψει με εικονικές ανθρωπιστικές και ιεραποστολικές επιτροπές τις όποιες αναφορές υπήρξαν για βιαιότητες από μεμονωμένες καταγγελίες. Ωστόσο, υπήρξαν καταγγελίες που έγιναν η αρχή του τέλους του καθεστώτος: η δημοσιοποίηση και η καταγγελία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Ουίλιαμς, η έρευνα και ο αγώνας του βρετανού υπάλληλου μεταφορικής εταιρίας και δημοσιογράφου Έντμουντ Μορέλ, η έκθεση του απεσταλμένου του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Κονγκό Ρότζερ Κέισμεντ. Ιστορικά γεγονότα της εποχής και μαρτυρίες:

1885 ο Λεοπόλδος μετά τη διάσκεψη του Βερολίνου παίρνει ως προσωπική περιουσία/φέουδο τεράστιες εκτάσεις στο Κονγκό δήθεν για να προωθήσει τον πολιτισμό, τη θρησκευτική πίστη, την οργάνωση, τις υποδομές και το διεθνές εμπόριο.

1887 ο Σκοτσέζος Τζον Ντάνλοπ εφευρίσκει τα πρώτα ελαστικά πεπιεσμένου αέρα από καουτσούκ, αυτή η συγκυριακή ανακάλυψη έγινε η αιτία ισοπέδωσης των Κονγκολέζων.

1890 ο αφροαμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζορτζ Ουίλιαμς επισκέπτεται το Κογκό και γίνεται ο πρώτος δυτικός που καταγγέλλει δημόσια όχι μεμονωμένα περιστατικά αλλά συστηματικές βιαιότητες και οργανωμένα εγκλήματα από το καθεστώς του βασιλιά Λεοπόλδου Β’. Την ίδια χρονιά ο Τζόζεφ Κόνραντ φτάνει στο Κονγκό για να εργαστεί σε μια βελγική εταιρεία και «Η φρίκη! Η φρίκη!» που συνάντησε  τον ενέπνευσε να γράψει το συγκλονιστικό μυθιστόρημα, «Η καρδιά του σκότους», αποκαλύπτοντας έναν ευρωπαϊκό πολιτισμό διεφθαρμένο που λίγα χρόνια μετά οδηγείται στους παγκόσμιους πολέμους.

1891 ακολουθούν αλλεπάλληλα διατάγματα του Λεοπόλδου με τα οποία οι Κονγκολέζοι υποχρεούνται να συλλέγουν το καουτσούκ για λογαριασμό του, απαγορεύεται να το συλλέγουν για αυτούς και οι τεράστιες εκτάσεις εκτός οικισμών του ανήκουν.

1891 ο Έντμουντ Μορέλ προσλαμβάνεται από τη ναυτιλιακή εταιρεία Elder-Dempster που μεταφέρει τα προϊόντα του Κονγκό στην Αμβέρσα και από εκεί στο διεθνές εμπόριο. Ο Μορέλ από τα βιβλία τις εταιρείας παρατηρεί τις τεράστιες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών που αποστέλλονται στην αποικία του Κονγκό ενώ με χαμηλό αντίτιμο αγοράζονται εκατοντάδες τόνοι καουτσούκ και ελεφαντόδοντου. Καταγραφεί περιστατικά καταναγκαστικής βίας που τον οδηγούν να αποκαλύψει το οργανωμένο έγκλημα του βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου Β’. Το 1893 ο Μορέλ αρχίζει να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και να κάνει ανακοινώσεις.

1897 εγκαινιάζεται η Διεθνής Έκθεση των Βρυξελών στο Πάρκο της Πεντηκονταετίας, βλ. το βίντεο για τα αποικιοκρατικά μνημεία στις Βρυξέλες, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι επισκέπτονται την έκθεση και τον ανθρώπινο ζωολογικό κήπο με το «κονγκολέζικο χωριό», συμμετέχοντας με αυτόν τον τρόπο στην ιδέα της φυλετικής και πολιτιστικής ανωτερότητάς τους και της νομιμοποίησης της αποικιοκρατίας. Μια άλλη φασίζουσα συμπεριφορά επέδειξαν εκατομμύρια πολιτών στους παγκόσμιους πολέμους, βλ. ταινίες «Η Δίκη της Νυρεμβέργης»/Judgement at Nuremberg (1961), «Σφραγισμένα χείλη»/The Reader, 2008).

.

1903 το βρετανικό κοινοβούλιο κατόπιν συζήτησης δέχεται ομόφωνα ψήφισμα για τη διερεύνηση των καταγγελιών για το καθεστώς του Λεοπόλδου.

1904 ο απεσταλμένος του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Κονγκό Ρότζερ Κέισμεντ μετά από σχετική έρευνα καταθέτει την έκθεση του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο το οποίο διστάζει να έρθει σε σύγκρουση με το βασιλιά του Βελγίου, η έκθεση διαρρέεται στον τύπο και η κοινή γνώμη τις Ευρώπης μένει εμβρόντητη, γίνονται συναντήσεις και με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ.

1905 ο Μαρκ Τουέιν εκδίδει το βιβλίο «Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου».

1908 ο Λεοπόλδος παραχωρεί την αποικία του στο Βέλγιο λαμβάνοντας εκατομμύρια ως αντάλλαγμα. Το Βέλγιο αναλαμβάνει τα χρέη του Κονγκό τα οποία θα αποπληρωθούν από την εργασία των Αφρικανών, η βία και οι καταναγκαστικές πρακτικές, η παράδοση που άφησε ο Λεοπόλδος Β’ στον κόσμο συνεχίζεται. Μετά από είκοσι χρόνια το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό παύει να υφίσταται, αλλά το Κονγκό θα παραμείνει βελγική αποικία.

1960 το Κονγκό κηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος και ο Πατρίς Λουμούμπα γίνεται ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας, οι ομιλίες του προκαλούν τα δυτικά συμφέροντα συλλαμβάνεται από τις βέλγικες και τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες και τo 1961 δολοφονείται, βλ. την ταινία Lumumba/Λουμούμπα (2000).

1965 ο στρατηγός Μομπούτου καταλαμβάνει με πραξικόπημα την εξουσία την οποία θα εγκαταλείψει με τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Παρακάτω μαρτυρίες για αυτά τα γεγονότα.

ΒΕΛΓΙΟ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ-BELGIUM BRUSSELS, AFRICAMUSEUM Α’ ΜΕΡΟΣ: Αφρική λίκνο της ανθρωπότητας, προϊστορία, βιοποικιλότητα, δουλεμπόριο, αποικιοκρατία, αποικισμός, βίντεο διάρκειας 30’ λεπτών: αφρικανική βιοποικιλότητα, η εξέλιξη των ειδών: οικογένεια «Ανθρωπίνες»/Homininae περιλαμβάνει τον άνθρωπο, τον χιμπατζή, τον γορίλα, προϊστορικά λίθινα εργαλεία και ευρήματα 2-1.000.000 χρόνων, Αφρική λίκνο της ανθρωπότητας/«Africa Cradle of Humanity», Λούσι ο πρώτος σκελετός του ανθρωποειδές γένους του Αυστραλοπίθηκου αφαρίου (Australopithecus afarensis) που ανακαλύφθηκε το 1974 στην έρημο Αφάρ της Αιθιοπίας, αποζημιώσεις και επιστροφή έργων τέχνης για τα θύματα της αποικιοκρατίας, Μεγάλη Ροτόντα μουσείου τα έργα του Aimé Mpane, Λίβερπουλ–Κονγκό–Βραζιλία/Καραϊβική τριγωνικό δουλεμπόριο, ιστορία του αποικισμού, ο Άραβας δουλέμπορος Tipo, η ίδρυση του Congo Free State με τη διάσκεψη του 1885 στο Βερολίνο και η βιομηχανική επανάσταση, πόσα ήταν τα θύματα του Κονγκό; κλεμμένη τέχνη-κλεμμένες ταυτότητες, αποζημιώσεις αποικιοκρατίας

Συνέντευξη του ιεραποστόλου Μέρφυ στην Εφημερίδα Times, 1895, με την οποία σπάει τη σιωπή του, ο πρώτος μάρτυρας από δυο και πλέον εκατοντάδων ιεραπόστολων στο Κονγκό που μέχρι τότε δεν ανέφεραν τίποτα για όσα έβλεπαν. […] «Το καουτσούκ είναι η κύρια αιτία της φρίκης που επικρατεί στο Κονγκό. Έχει οδηγήσει τους Κονγκολέζους σε απόγνωση. Όλα τα χωριά είναι υποχρεωμένα να παραδίδουν συγκεκριμένη ποσότητα καουτσούκ κάθε Κυριακή. Η συλλογή του καουτσούκ γίνεται υπό την απειλή των όπλων. Οι στρατιώτες οδηγούν τους Κονγκολέζους μέσα στο δάσος. Αν δε συγκεντρώσουν αρκετό καουτσούκ, τους εκτελούν και τους κόβουν το αριστερό χέρι για να το παραδώσουν στον διοικητή της περιοχής. […] Τα χέρια αυτά -χέρια αντρών και γυναικόπαιδων- αραδιάζονται μπροστά από τον διοικητή, ο οποίος τα μετρά προσεκτικά για να βεβαιωθεί πως οι στρατιώτες δε σπατάλησαν άσκοπα σφαίρες. Ο διοικητής εισπράττει προμήθεια για κάθε κιλό καουτσούκ που συγκεντρώνεται στην περιοχή της εποπτείας του. Άρα έχει προσωπικό συμφέρον να μαζέψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα καουτσούκ» (στον Έντμουντ Μορέλ, 2022, Απέναντι στην καρδιά του σκότους, ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908], σσ. 153-154).

 

Ομιλία του ιεραπόστολου Σιέμπλομ στο συνέδριο της Ένωσης για την προστασία των ιθαγενών, 1897. Ο Σιέμπλομ είχε μόλις επιστρέψει από την Αφρική, καταβεβλημένος με τρεμάμενα φωνή αποκάλυψε τα εγκλήματα της αποικιακής διοίκησης του Κονγκό.

«Οι ιθαγενείς που κατοικούν στην ενδοχώρα του Κονγκό ερωτώνται συνήθως αν θα συνεργαστούν με τις Αρχές αν θα συνεργαστούν για τη συγκομιδή του καουτσούκ. Δεν τους ρωτάνε «Μπορείτε να ζήσετε ειρηνικά;» ή «Αναγνωρίζετε την κυβέρνηση του Κονγκό», η μόνη ερώτηση που τους απευθύνεται είναι: «Θα πάτε να μαζέψετε καουτσούκ;». Πάρα πολλοί άνθρωποι φονεύονται και τότε οι Κονγκολέζοι επαναστατούν και αρνούνται να δουλέψουν. Οπότε ξεκινούν σφαγές. Στρατιώτες στέλνονται σε κάθε άκρη της χώρας. Εφορμούν στα χωριά και συλλαμβάνουν όσους κατοίκους προσπαθούν να κρυφτούν στο δάσος για να σώσουν τη ζωή τους. Έπειτα καταστρέφουν τα σπαρτά και καταστρέφουν τα αποθέματα τροφών της φυλής. Ξεριζώνουν τις καλλιέργειες, καίνε τις καλύβες και αρπάζουν ό,τι έχει αξία. Εγώ ο ίδιος έχω δει σαράντα πέντε χωριά να παραδίδονται ολοσχερώς στις φλόγες. Και λέω ολοσχερώς, γιατί είναι πολύ περισσότερα τα χωριά που υπέστησαν μικρότερες καταστροφές. Διέσχισα είκοσι οκτώ χωριά που εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Οι Κονγκολέζοι παράτησαν τα σπίτια τους για να μετακινηθούν σε άλλα μέρη, μακριά από τους λευκούς…

Αφρικανοί στρατιώτες εγκαθίστανται ως φρουρά μέσα στα χωριά. Ο ρόλος τους είναι να επιβλέπουν πώς δουλεύουν οι Κονγκολέζοι. Οι κάτοικοι των χωριών υποχρεώνονται να φτιάξουν μεγάλα σπίτια για να κοιμηθούν οι φρουροί ή να παραχωρήσουν τα δικά τους σπίτια. Το πρωί οι στρατιώτες ψάχνουν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη για να βεβαιωθούν πως δεν τεμπελιάζει. Μόνο κάποια γυναικόπαιδα επιτρέπεται να μείνουν στο χωριό. Ο διοικητής έχει δώσει εντολή να εκτελείται όποιος μένει πίσω στο χωριό αντί να μαζεύει καουτσούκ.

Θέλω να μιλήσω για έναν άντρα που εκτελέστηκε μπροστά στα μάτια μου… Έφτασα σε ένα χωριό που λέγεται Ιμπέρα πριν από το ηλιοβασίλεμα, λίγο αφότου οι ιθαγενείς είχαν επιστρέψει από τα μέρη όπου αναζητούσαν το καουτσούκ. Μαζεύτηκαν γύρω μου από ενδιαφέρον να γνωρίσουν τον λευκό άντρα. Ένας στρατιώτης εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσά τους και άρπαξε έναν γέρο άνθρωπο. Τον έσυρε απόμερα κι έπειτα γύρισε και μου είπε: «Θέλω να τον πυροβολήσω γιατί σήμερα ήταν στο ποτάμι και ψάρευε αντί να ψάχνει για καουτσούκ». Του είπα πως δεν είχα τη δύναμη να τον σταματήσω, όμως τον παρακάλεσα να μην το κάνει μπροστά στα μάτια μου. «Καλώς!» μου απάντησε. «Θα τον δέσω και θα τον σκοτώσω το πρωί που θα φύγεις». Λίγα λεπτά αργότερα όμως ο στρατιώτης όρμησε εξαγριωμένος στον γέρο και τον πυροβόλησε. Ύστερα έστρεψε το όπλο του προς το συγκεντρωμένο πλήθος που σκόρπισε τρομαγμένο. Διέταξε ένα αγοράκι, ούτε εννιά χρονών δεν ήταν, να πάει και να κόψει το δεξί χέρι του γέρου. Ο γέρος δεν είχε πεθάνει ακόμη και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του όταν ένιωσε την κόψη του μαχαιριού. Το αγόρι με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να κόψει το χέρι και το άφησε στις ρίζες ενός δέντρου. Λίγο αργότερα έψησαν το χέρι στη φωτιά για να το στείλουν στον διοικητή.

Όλοι, εκτός από τους αρχηγούς κάθε χωριού, εξαναγκάζονται να μαζεύουν καουτσούκ. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Πάντα ήταν δύσκολη. Οι Κονγκολέζοι πρέπει να διασχίζουν βάλτους. Χαράσσουν τον φλοιό των δέντρων και μαζεύουν το καουτσούκ σταγόνα. Καθώς το καουτσούκ γύρω από τα χωριά εξαντλείται σύντομα, οι Κονγκολέζοι αναγκάζονται να ψάξουν όλο και βαθύτερα μέσα στη ζούγκλα και να λείψουν για μέρες από τα σπίτια τους. Ένας στρατιώτης μού εξήγησε πως οι Κονγκολέζοι δεν μπορούν να κουβαλήσουν φαγητό μαζί τους και καθώς η συγκομιδή καουτσούκ διαρκεί μέρες, πολλοί πεθαίνουν από πείνα και εξάντληση. Οι στρατιώτες προέρχονται από τις πιο άγριες και πολεμοχαρείς φυλές της περιοχής… Εξουσιάζουν σαν βασιλιάδες και συχνά σκοτώνουν για λίγα κιλά καουτσούκ. Ληστεύουν τους Κονγκολέζους, λεηλατούν τα χωριά τους, αρπάζουν ό,τι τους γυαλίσει. Όταν είδα αυτή την κατάσταση, διαμαρτυρήθηκα στον διοικητή, εκείνος όμως εξαγριώθηκε και με απείλησε πως θα με απελάσει από την περιοχή αν συνεχίσω να επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις.

Αν δε συγκεντρωθεί η απαιτούμενη ποσότητα καουτσούκ, οι στρατιώτες επιτίθενται στους Κονγκολέζους. Σκοτώνουν μερικούς και δίνουν τα κομμένα χέρια το πτωμάτων στον διοικητή τους. Του φέρνουν επίσης εκατοντάδες ομήρους… Μαζεύουν επίσης τα κομμένα χέρια των πτωμάτων. Τα φουρνίζουν σε ένα καμίνι για να μη μυρίζουν και τα φορτώνουν στα τσουβάλια μαζί με το καουτσούκ. Το έχω δει πολλές φορές να συμβαίνει…

Οι διοικητές κάθε περιοχής δε γνωρίζουν πόσους κατοίκους έχει κάθε χωριό. Απαιτούνται από λίγα μικρά χωριά να παραδώσουν την ίδια ποσότητα καουτσούκ με τα μεγαλύτερα χωριά. Σε αυτή την περίπτωση, απλώς είναι αδύνατον για το μικρό χωριό να καταφέρει να συγκεντρώσει την απαιτούμενη ποσότητα. Σε κάποιο χωριό συνάντησα έναν άντρα που μου έδειξε δυο κομμένα χέρια μέσα σε ένα καλάθι: «Μόνο αυτά έχω». Εννοούσε πως έπρεπε να κόψει περισσότερα χέρια Κονγκολέζων για να δικαιολογήσει την ποσότητα καουτσούκ που δεν είχε καταφέρει να αναφέρει. Δεκάδες Κονγκολέζοι ήταν αλυσοδεμένοι στα γύρω δέντρα για να διαλέξει…

Υπάρχει ένα μικρό νησί μέσα στη λίμνη Μαντουμπά. Οι κάτοικοί του δεν είχαν καταφέρει να μαζέψουν όσο καουτσούκ τους αναλογούσε. Οι λευκοί αξιωματούχοι έφτασαν στο νησί με μερικούς στρατιώτες. Σκότωσαν πολλούς ιθαγενείς. Είδα δεκάδες τουμπανιασμένα πτώματα με κομμένο το δεξί χέρι να επιπλέει στην επιφάνεια της λίμνης… Και όλα αυτά για το καουτσούκ. Στην είσοδο ενός άλλου χωριού είδα δυο πτώματα πεταμένα στην άκρη του δρόμου. Ο στρατιώτης μού εξήγησε πως δεν είχαν μαζέψει καουτσούκ. Παρακάτω είδα πτώματα κρεμασμένα από τα κλαδιά των δέντρων. Ένας στρατιώτης που παρατήρησε πως έστρεψα με αποτροπιασμό το βλέμμα από το φρικτό θέαμα έσπευσε να μου πει: «Α, αυτό δεν είναι τίποτα. Πριν από λίγες μέρες, που επέστρεψα, έδωσα στους λευκούς 160 χέρια και αυτοί τα πέταξαν στο ποτάμι».

Στα τέλη του 1895 ο διοικητής μού είπε πως έδωσε εντολή στους στρατιώτες να μη σκοτώνουν ιθαγενείς. Ωστόσο τον ίδιο μήνα ένας στρατιώτης πέρασε από τον σταθμό της ιεραποστολής μας συνοδευόμενος από μια γυναίκα που μετέφερε ένα καλάθι γεμάτο κομμένα χέρια. Τρέξαμε πίσω του και του ζητήσαμε να αδειάσει το καλάθι για να μετρήσουμε τα χέρια. Δεκαοκτώ κομμένα χέρια, ψημένα στη φωτιά, και από το μέγεθός τους καταλάβαμε πως κάποια ανήκαν σε γυναίκες και παιδιά… Λίγες μέρες αργότερα ένας στρατιώτης μού είπε: «Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Όταν είναι παρόντες και τρίτοι, ο διοικητής μας λέει να σταματήσουμε να σκοτώνουμε ανθρώπους. Όταν όμως μένουμε μόνοι, ο διοικητής μας λέει εμπιστευτικά να σκοτώνουμε μερικούς, αλλά να μην του φέρουμε τα χέρια». Είπα στον στρατιώτη: «Εσύ πρέπει να ακούσεις μόνο την πρώτη διαταγή και να πάψεις να σκοτώνεις». «Μα, αν δεν τους τρομάξουμε, δε θα φέρουν καουτσούκ», διαμαρτυρήθηκε, «και τότε ο διοικητής θα μας μαστιγώσει ή θα μας βάλει φυλακή» ( Στον Έντμουντ Μορέλ, 2022, Απέναντι στην καρδιά του σκότους, ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908], σσ. 156-159)

ΒΕΛΓΙΟ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ-BELGIUM BRUSSELS, AFRICAMUSEUM B’ ΜΕΡΟΣ: γλώσσα, προφορική παράδοση, μουσική, τελετουργίες και τελετές, βίντεο διάρκειας 58’ λεπτών: γλώσσες και μουσική, 8000 κρουστά και μουσικά όργανα, likembe, αφρικάνικο μπιριμπάο για το βραζιλιάνικο χορό καπουέρα, παροιμίες με καπάκια τσουκαλιού «τα παιδιά είναι όπως τα κανό», εξημέρωση δεκάδων σπόρων φασολιών και ζώων, οικονομίες και αλφάβητα, συμβολικές γλώσσες, αντικείμενα γνώσης και ιστορίας, πλάκες μνήμης, πολύγλωσσοι, προφορική παράδοση. Τελετουργίες και τελετές: όνομα και προσωπική ιστορία, μάνα και παιδί, προστασία, εκπαιδευτικές μυήσεις περάσματα στη ζωή, π.χ. η τελετή «mukada» το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση και στην ανάληψη κοινωνικού ρόλου στην κοινότητα, γάμος, αντικείμενα ιεραρχίας και εξουσίας, «Nkisi Mangaaka» περιέχον πνεύμα του προγόνου, «mbwoolu» θεραπεία, η μάσκα του βασιλιά των Kuba, η λεοπάρδαλη όπως στο Γκιοπεκλί Τεπέ

Η αφήγηση της σκλάβας Ιλάνγκα «… Όταν έφυγαν οι λευκοί και οι στρατιώτες, επιστρέψαμε στις δουλειές μας, ελπίζοντας να μην ξαναφανούν. Όμως πριν περάσει πολύς καιρός, επέστρεψαν. Όπως και την πρώτη φορά, τους δώσαμε άφθονη τροφή. Αλλά αυτή τη φορά δεν έφυγαν αμέσως, μα στρατοπέδευσαν δίπλα στο χωριό μας κι έστειλαν τους στρατιώτες να κλέψουν τα ζώα μας και να καταστρέψουν τις καλλιέργειές μας. Το ανεχτήκαμε, ελπίζοντας πως δε θα μας κάνουν κακό. Την επόμενη μέρα μάθαμε πως οι λευκοί σκόπευαν να φύγουν. Το μεσημέρι όμως ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών μπήκε μέσα στο χωριό κι εμείς κρυφτήκαμε στα σπίτια μας. Οι στρατιώτες μπήκαν στα σπίτια μας ουρλιάζοντας και απειλώντας μας με τα όπλα. Μπήκαν στα σπίτια μας και έσυραν τους ανθρώπους έξω. Ήρθαν και στο σπίτι μας κι άρπαξαν εμένα και τον άντρα μου, τον Ολέκα, και την Κατίνγκα, την αδερφή μου. Μας έσυραν μέχρι τον δρόμο και μας πέρασαν σιδερένιες αλυσίδες γύρω από τον λαιμό για να μην μπορούμε να ξεφύγουμε. Κλαίγαμε όλοι μας, γιατί ξέραμε πως θα μας έπαιρναν για σκλάβους. Οι στρατιώτες μάς έδειραν με τις σιδερένιες λαβές των όπλων τους και μας ανάγκασαν να περπατήσουμε μέχρι το στρατόπεδο του αρχηγού τους, ο οποίος διέταξε γυναίκες και άντρες να δεθούν χωριστά σε ομάδες των δέκα. Όταν έφτασαν όλοι οι αιχμάλωτοι και πολλοί ακόμη από άλλα χωριά, οι στρατιώτες μας φόρτωσαν να κουβαλήσουμε μεγάλα καλάθια, και μέσα σε μερικά από αυτά υπήρχαν κομμένα ανθρώπινα χέρια που είχαν ψηθεί στη φωτιά.

Προχωρούσαμε με γοργό ρυθμό. Η αδερφή μου η Κατίνγκα είχε το μωρό της στην αγκαλιά και δεν μπορούσε να κουβαλήσει κάποιο φορτίο. Περπατούσαμε μέχρι το απόγευμα… Ήμασταν νηστικοί, δε μας έδιναν τίποτα να φάμε, ενώ το βράδυ κοιμόμασταν κατάχαμα. Συνεχίσαμε έτσι, ώσπου την πέμπτη μέρα οι στρατιώτες άρπαξαν το μωρό από την αγκαλιά της αδερφής μου και το πέταξαν κάτω αφήνοντάς το να πεθάνει για να της δώσουν να κουβαλήσει μερικά κατσαρολικά που βρήκαν σ’ ένα ερειπωμένο χωριό. Την έκτη μέρα αισθανόμουν εξαντλημένη από την πείνα, το αδιάκοπο περπάτημα και τον ύπνο στο υγρό έδαφος. Ο άντρας μου δεν άντεχε πια να σταθεί όρθιος. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και αρνήθηκε να προχωρήσει. Οι στρατιώτες τον χτύπησαν άσχημα, όμως εκεί επέμεινε πως δεν αντέχει να περπατήσει άλλο. Τότε ένας στρατιώτης τον χτύπησε στο πρόσωπο με τον υποκόπανό του. Σωριάστηκε χάμω. Δυο στρατιώτες έμπηξαν στο κορμί του τα μακριά μαχαίρια τους. Είδα το αίμα του να ρέει στο χορτάρι κι έπειτα χάθηκε από τα μάτια μου, γιατί η πορεία έστριψε πίσω από έναν λόφο. Πολλοί νεαροί άντρες σκοτώθηκαν με αυτόν τον τρόπο και πολλά μωρά τα πέταξαν κάτω στο χώμα και τα άφησαν να πεθάνουν. Μετά από δέκα μέρες πορείας είδαμε τον ποταμό Λουλάμπα και με κανό φτάσαμε στην πόλη των λευκών» (Στον Έντμουντ Μορέλ, 2022, Απέναντι στην καρδιά του σκότους, ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908], σσ. 165-166).

ΒΕΛΓΙΟ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ-BELGIUM BRUSSELS, AFRICAMUSEUM Γ΄ΜΕΡΟΣ: απαράμιλλή τέχνη, μάσκες, ειδώλια, τελικά σχόλια για την αφρικανική τέχνη, βίντεο διάρκειας 28’ λεπτών: θάνατος και εορτασμός, φέρετρα σε ανθρώπινη μορφή για τους διακεκριμένους, δίδυμα ειδώλια, τελετουργία ευχή για τη ζωή, συμβολική αφρικανική τέχνη με αναλώσιμα τεχνουργήματα τελετουργιών, ο φύλαρχος/«Chef Coutumier», κοινωνίες ενηλικίωσης «muami», εγχαράξεις σώματος, ειδώλια γονιμότητας, επικοινωνία με τα πνεύματα, μάσκες από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, ειδώλια, ο ήρωας «mbiti kilue» θυμίζει το έπος του Γιλγαμές, αφρικάνικη αφηρημένη τέχνη, η μάσκα μέσα από την ιστορία ενός πεντάχρονου παιδιού: «είδα στο όνειρο μου τον πατέρα μου ότι ήταν ένα μεγάλο ξύλο-κόκκαλο,  δεν θέλω να το ξαναδώ», και συνεχίζει και λέει στη θεία του, «θέλω να μου δώσεις τη μάσκα που έχεις, να τη βάλω όταν κοιμάμαι να μην ξαναδώ αυτό το όνειρο».

Απόσπασμα από την Έκθεση Κεισμέντ, έτος δημοσίευσης 1904, απεσταλμένου του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Κονγκό Ρότζερ Κέισμεντ. «Συζητώντας με έναν λευκό τις εμπειρίες του, η κουβέντα επικεντρώθηκε στην κατάσταση των Κονγκολέζων. Μου έδωσε το ημερολόγιο του από το οποίο αντέγραψα την ακόλουθη παράγραφο:

Ο Μ.Π. μάς κάλεσε και μας είπε: «Ο μόνος τρόπος να μαζέψουμε καουτσούκ είναι με τη βία. Υποτίθεται πως δίνουμε 35 σεντς το κιλό στους Κονγκολέζους, όμως αυτό περιλαμβάνει την αξία του υφάσματος. Στην πραγματικότητα, η αξία του καουτσούκ που συγκεντρώνουμε εξαρτάται από το πόσα τουφέκια κρατάμε στα χέρια μας και όχι από τα πόσα μέτρα ύφασμα προσφέρουμε στους Αφρικανούς. Στην Μπούσιρα έχουν 150 τουφέκια και μαζεύουν μόλις 10 τόνους καουτσούκ τον μήνα. Εδώ στο Μομπόγιο έχουμε 130 τουφέκια και μαζεύουμε 13 τόνους τον μήνα». «Δηλαδή πάει με το τουφέκι;» τον ρώτησα. «Παντού», απάντησε ο Μ.Π. «Κάθε φορά που ένας δεκανέας φεύγει για να μαζέψει το καουτσούκ από τα χωριά τού δίνουνε σφαίρες. Πρέπει να επιστρέψει όσες σφαίρες δε χρησιμοποίησε ή να φέρει ένα κομμένο χέρι για κάθε σφαίρα που λείπει». Ο Μ.Π. μού είπε πως καμιά φορά οι στρατιώτες σπαταλάνε σφαίρες στο κυνήγι, οπότε αναγκάζονται να κόψουν το χέρι κάποιου ζωντανού ανθρώπου. Σε ,τι αφορά την έκταση του φαινομένου, με πληροφόρησε πως εδώ στην Μομπόγιο έχουν χρησιμοποιηθεί, τους τελευταίους έξι μήνες, έξι χιλιάδες σφαίρες, που σημαίνει πως έχουν δολοφονηθεί ή ακρωτηριαστεί έξι χιλιάδες άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, περισσότεροι από έξι χιλιάδες, αφού μου έχουν πει επανειλημμένα ότι οι στρατιώτες σκοτώνουν τα παιδιά χτυπώντας τα με τον υποκόπανο του τουφεκιού…

[…] Υποθέτω πως οι εταιρείες δικαιολογούν την παρουσία ένοπλων μισθοφόρων με το επιχείρημα της φύλαξης του προσωπικού. και των κτιρίων τους. Το επιχείρημα αυτό όμως δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την παρουσία των μισθοφόρων μακριά από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών. Δεκάδες μισθοφόροι εταιρειών είναι στρατοπεδευμένοι στα χωριά των Κονγκολέζων και ο ρόλος τους μόνο προστατευτικός δεν είναι. Η εξήγηση που μου δόθηκε ήταν πως, ο νόμος προέβλεπε συγκεκριμένες «υποχρεώσεις» για τους Κονγκολέζους, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της κυβέρνησης να απαιτήσει την εργασία τους, η εκπλήρωση των «υποχρεώσεων» αυτών απαιτούσε και έναν μηχανισμό εξαναγκασμού. Όταν επισήμαιναν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα κέρδη από την εργασία των Κονγκολέζων κατέληγαν στις τσέπες των εταιρειών, όχι στης κυβέρνησης, με ενημέρωναν ότι στην πραγματικότητα οι «υποχρεώσεις» ήταν μια μορφή εμπορίου, αφού «πληρώνουμε τους Κονγκολέζους για το καουτσούκ που μας φέρνουν». «Μα», διαμαρτυρόμουν, «μόλις μου είπατε πως το καουτσούκ δεν ανήκει στους ιθαγενείς αλλά στην εταιρεία σας, στην οποία έχει παραχωρηθεί η περιοχή. Πώς λοιπόν αγοράζετε από τους Κονγκολέζους κάτι που ήδη σας ανήκει;» «Δεν αγοράζουμε το καουτσούκ», αποκρίνονταν, «απλώς δίνουμε στους Κονγκολέζους μια αποζημίωση για να συγκεντρώσουμε το καουτσούκ μας από τη γη που μας ανήκει και να το μεταφέρουμε στις αποθήκες μας».

Από τη στιγμή που όλα τα κέρδη της εταιρείας προέρχονταν από την εργασία των Κονγκολέζων, αναρωτήθηκα αν υπήρχε κάποιο είδος σύμβασης εργασίας που να τους προστάτευε. Μου υπενθύμιζαν όμως πως οι Κονγκολέζοι εκτελούσαν αυτές τις εργασίες εν είδει φόρου που επέβαλλε η κυβέρνηση του Κονγκό. Άρα δεν ήταν υπάλληλος της εταιρείας, αλλά ένας ελεύθερος πολίτης, που ζούσε στο σπίτι του και εκπλήρωνε απλώς μια υποχρέωσή που είχε επιβάλει η κυβέρνησή του, η δε εταιρεία απλώς εισέπραττε τον φόρο για λογαριασμό της κυβέρνησης στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης της. περιοχής. «Υπονοείτε δηλαδή πως, εκτός από τη γη, σας έχουν παραχωρηθεί και οι κάτοικοί της;» ρώτησα. Οι άνθρωποι της εταιρείας διαφώνησαν και με διαβεβαίωσαν ότι οι Κονγκολέζοι ήταν απολύτως ελεύθεροι και είχαν υποχρεώσεις μόνο προς την κυβέρνησή τους. Κάθε εξήγηση αναιρούσε την προηγούμενη. Άλλοτε μου έλεγαν ότι επρόκειτο για φόρο, μια επιβάρυνση που η κυβέρνηση του Κονγκό είχε κάθε δικαίωμα να επιβάλλει στους ιθαγενείς. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς μια ιδιωτική εταιρεία είναι σε θέση να εισπράττει τους φόρους του κράτους ή πως ένας φόρος επιβαλλόταν κάθε εβδομάδα ή ανά δέκα πενθήμερο αντί για μία φορά ετησίως.

Οι άνθρωποι της εταιρείας ισχυρίζονταν πως οι Κονγκολέζοι αμείβονταν καλά και ήταν πολύ χαρούμενοι. Δεν μπορούσαν όμως να μου εξηγήσουν την παρουσία τόσων ενόπλων μέσα στα ίδια τους τα χωριά ούτε για ποιο λόγο άντρες, γυναίκες και παιδιά αλυσοδένονταν, για ποιο λόγο κάθε εμπορικός σταθμός είχε μια φυλακή αιχμαλώτων όπου φυλακίζονταν για αρκετό καιρό οι μη συνεργάσιμοι ιθαγενείς. […]

Τελικά οι περισσότεροι συνομιλητές μου κατέληγαν σε συμπέρασμα ότι πράγματι στους ντόπιους είχε επιβληθεί ένα καθεστώς καταναγκαστικής εργασίας, το οποίο όμως γινόταν για το καλό τους, αφού διαφορετικά θα σπαταλούσαν τις μέρες τους τεμπελιάζοντας, χωρίς κανένα όφελος για τους ίδιους και τις κοινότητές τους. Εξάλλου οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι εταιρείες για να εξαναγκάσουν τους ντόπιους να μαζέψουν το καουτσούκ ήταν που πολύ πιο χαλαρές από εκείνες της κυβέρνησης του Κονγκό, κι αν έβλεπα γυναίκες και παιδιά να αιχμαλωτίζονται και να φυλακίζονται μέχρι να παραδοθεί μια ορισμένη ποσότητα καουτσούκ, αυτό ήταν πολύ προτιμότερο από το να μαζεύουν οι ντόπιοι καουτσούκ υπό την απειλή του όπλου κάποιου στρατιώτη της κυβέρνησης» (σσ. 175-178).

Στο βίντεο που ακολουθεί σε μια αγορά αφρικανικής τέχνης όταν εργαζόμουν στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό:

Στην «Αγορά των Κλεφτών» (Marché des Voleurs) στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό/Κινσάσα, τέχνη 450 εθνοτικών ομάδων, 256 γλώσσες.

Το καταπληκτικό μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κόνραντ (1899) Η καρδιά του σκότους είναι εμπνευσμένο από την εξάμηνη εργασία του συγγραφέα στο Κονγκό, πάνω σε ένα ατμόπλοιου στον παραπόταμο Lualaba στον πιο εσώτερο σταθμό της εμπορικής εταιρείας Kindu, στην Ελεύθερη Πολιτεία του Ανατολικού Κονγκό, θεωρείται ευρέως ως μια κριτική της ευρωπαϊκής αποικιακής κυριαρχίας στην Αφρική. Ο Κόνραντ παρακολουθεί τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των «αγρίων», και μια όχι λιγότερο εφιαλτική περιήγηση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο πρόσωπο του ήρωα Κουρτς, ο Κόνραντ προδιαγράφει με μοναδική οξυδέρκεια ως φυσιολογική απόρροια του δυτικού πολιτισμού τον τύπο των ηγετών που λίγα χρόνια αιματοκύλισαν την Ευρώπη με τους παγκόσμιους πολέμους. Το έργο συνέβαλε στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις στο Κογκό, μεταγενέστερα έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς στους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ.Σ. Έλιοτ και χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη Τώρα».

Ο ποταμός. «Το ανέβασμα σ’ αυτό τον ποταμό έμοιαζε με ταξίδι στις απαρχές του κόσμου, τότε που η βλάστηση οργίαζε στη γη και τα μεγάλα δέντρα ήταν κυρίαρχοι. Ένα έρημο ποτάμι, απόλυτη σιγή, δάσος αδιαπέραστο. Ο αέρας ζεστός, πυκνός, βαρύς, αργοκίνητος. Δεν υπήρχε χαρά στη λαμπρότητα του ήλιου. Οι ατέλειωτες εκτάσεις του νερού τραβούσαν πέρα μακριά παντέρημες, και χάνονταν στη σκοτεινιά κάποιου σκιερού βάθους. Πάνω σε αργυρόχρωμες σύρτες ιπποπόταμοι και αλιγάτορες λιάζονταν πλάι πλάι. Στα ανοίγματα της κοίτης το ρεύμα περνούσε μέσα από ένα πλήθος δασωμένων νησιών- χανόσουνα σ’ αυτό τον ποταμό σαν να ‘σουνα στην έρημο και σκόνταφτες συνέχεια πάνω σε ξέρες πασχίζοντας να ανακαλύψεις το κανάλι, μέχρι που πίστευες πως σου είχαν κάνει μάγια κι είχες αποκοπεί από όλα όσα ήξερες κάποτε κάπου – πολύ μακριά – σε κάποια άλλη ίσως ζωή. Υπήρχαν στιγμές που σου ερχόταν στο μυαλό η περασμένη σου ζωή, όπως σου έρχεται καμιά φορά όταν δεν έχεις ούτε μια στιγμή δική σου. Αλλά έμοιαζε με ταραγμένο και πολύβουο όνειρο, που το θυμόσουν με απορία και κατάπληξη μέσα στην καθηλωτική πραγματικότητα εκείνου του παράξενου κόσμου από βλάστηση, νερό και σιωπή. Κι αυτή η ασάλευτη ζωή δεν έμοιαζε καθόλου με γαλήνη. Ήταν η ακινησία μιας ακατάσχετης δύναμης που εξύφαινε κάποιον ανεξιχνίαστο σκοπό. Σε κοίταζε με ένα ύφος χαιρέκακο. Αλλά κάποια στιγμή το συνήθισα, δεν το έβλεπα πια, δεν προλάβαινα. Έπρεπε συνεχώς να μαντεύω πού ήταν το κανάλι. Έπρεπε να ανιχνεύω, κυρίως με τη διαίσθηση, σημάδια από κρυμμένους μπάγκους, να έχω το νου μου για ξέρες, μάθαινα να σφίγγω τα δόντια πριν προλάβει να μου φύγει η ψυχή κάθε φορά που πέρναγα ξυστά από κάποιον ύπουλο βουλιαγμένο κορμό που ήταν ικανός να ξεκοιλιάσει το ντενεκεδένιο βαπόρι και να πνίξει όλους τους περιηγητές. Έπρεπε να είμαι στην τσίλια για ξεραμένα ξύλα που θα μπορούσαμε να κόψουμε τη νύχτα για να έχουμε ατμό την άλλη μέρα. Όταν έχεις να προσέχεις τέτοια πράγματα, τέτοια απλά επιφανειακά μικροπράγματα, η πραγματικότητα – η αληθινή πραγματικότητα ξεχνιέται. Η βαθύτερη αλήθεια κρύβεται — ευτυχώς. Παρ’ όλα αυτά την ένιωθα. Ένιωθα συχνά τη μυστηριώδη ακινησία της να με κοιτάζει να χορεύω σαν μαϊμού, όπως σας κοιτάζει και εσάς, μη νομίζετε, να κάνετε τα δικά σας ακροβατικά για – πόσο; μισή κορόνα η τούμπα» (σσ. 59-60).

«[…] Καμιά φορά συναντούσαμε κάποιο σταθμό πολύ κοντά στην όχθη, πάνω στη μεθόριο με το άγνωστο, και η εικόνα των λευκών που έβγαιναν τρέχοντας από μια ετοιμόρροπη παράγκα, με ενθουσιώδεις χειρονομίες χαράς, έκπληξης και καλωσορισμάτων, είχε κάτι αλλόκοτο – έμοιαζαν να είναι αιχμάλωτοι εκεί, δεμένοι με κάποια μάγια. Η λέξη φίλντισι [ελεφαντόδοντο] αντηχούσε για λίγο στον αέρα – και συνεχίζαμε ξανά το δρόμο μας μες στην απόλυτη σιγή, διασχίζοντας τις έρημες ευθείες, στρίβοντας στις ασάλευτες καμπές, κλεισμένοι στους πανύψηλους τοίχους του ελικοειδούς δρόμου μας, που αντανακλούσαν με ένα κούφιο κροτάλισμα το αγκομαχητό του πρυμναίου τροχού. Δέντρα, δέντρα, εκατομμύρια δέντρα, πελώρια, ογκώδη, θεόρατα, και κάτω στα ριζά τους, κολλητά στην όχθη και κόντρα στο ρεύμα, σιγανοπερπατούσε το μικρό μουντζουρωμένο ατμόπλοιο, σαν αργοκίνητο μαμούνι που πάει σούρνοντας στο δάπεδο μιας μεγαλοπρεπούς κιονοστοιχίας. Σε έκανε να νιώθεις πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ χαμένος, πάντως δεν ήταν ακριβώς καταθλιπτικό αυτό το συναίσθημα. Στο κάτω κάτω, μπορεί να ‘σουνα μικρός, αλλά το μουντζούρικο μαμούνι κούτσου-κούτσου προχώραγε – κι αυτό ήταν το μόνο που ήθελες να κάνει. Πού πίστευαν οι περιηγητές πως οδηγούσε αυτό το κούτσου-κούτσου δεν ξέρω. Σε κάποιο μέρος όπου περίμεναν κάτι να βγάλουν, βάζω στοίχημα! Για μένα οδηγούσε στον Κουρτς – αποκλειστικά. Αλλά όταν οι ατμοσωλήνες άρχισαν να στάζουν, το κούτσου-κούτσου έγινε πάρα πολύ αργό. Οι απέραντες ευθείες της κοίτης άνοιγαν μπροστά μας και έκλειναν πίσω μας, λες και το δάσος γλίστραγε νωχελικά μες στα νερά για να μας φράξει το δρόμο της επιστροφής. Εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του σκότους. Ήταν πολύ ήσυχα εκεί. Και τη νύχτα, καμιά φορά, ο ήχος των τυμπάνων πίσω από το παραπέτασμα των δέντρων κατέβαινε ως τον ποταμό, κι έμενε εκεί, αχνός και συνεχής, σαν να αιωρείτο ψηλά στον αέρα, μέχρι το πρώτο χάραμα. Αν σήμαινε πόλεμο, ειρήνη, ή προσευχή, δεν το ξέραμε. Ο προάγγελος της αυγής ήταν πάντα η έλευση μιας ασάλευτης παγωνιάς, οι ξυλοκόποι είχαν κοιμηθεί, οι φωτιές τους κόντευαν να σβήσουν, ένα σπάσιμο κλαδιού σε έκανε να τιναχτείς τρομαγμένος. Είμαστε ταξιδιώτες σε μια γη προϊστορική, μια γη που είχε την όψη άγνωστου πλανήτη. Δε θέλαμε πολύ για να πιστέψουμε πως είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι, οι κληροδόχοι μιας καταραμένης κληρονομιάς που έπρεπε να τη δαμάσουμε πληρώνοντας με αβάσταχτο πόνο και υπέρμετρο μόχθο. Αλλά ξάφνου, εκεί που αγωνιζόμαστε να στρίψουμε σε μια καμπή, εμφανίζονταν ψάθινοι τοίχοι, μυτερές χορταρένιες στέγες, άγρια ξεφωνητά, ένα πανδαιμόνιο αεικίνητων μαύρων μελών, πόδια που χοροπηδούσαν, χέρια που χειροκροτούσαν, κορμιά που στροβιλίζονταν, μάτια που στριφογύριζαν, κάτω από το αποκάρωμα των ασάλευτων, πυκνών φυλλωμάτων. Το ατμόπλοιο σερνόταν αργά πλάι σε έναν μαύρο και ακατανόητο παροξυσμό. Ο προϊστορικός άνθρωπος μας καταριόταν, μας παρακαλούσε, μας καλωσόριζε – ποιος μπορούσε να ξέρει; Είμαστε αποκομμένοι από την κατανόηση του γύρω μας κόσμου. Γλιστρούσαμε δίπλα τους σαν αερικά, κατάπληκτοι, και έντρομοι στο βάθος, όπως ακριβώς θα ένιωθαν άνθρωποι λογικοί μπροστά σε ένα ξέσπασμα ενθουσιασμού σε φρενοκομείο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, γιατί ήμαστε πολύ μακριά και δεν μπορούσαμε να θυμηθούμε, γιατί ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα των πρώτων αιώνων, των αιώνων που πέρασαν αφήνοντας πίσω τους ελάχιστα ίχνη – και καμιά ανάμνηση.

»Ο κόσμος φαινόταν απόκοσμος. Είμαστε μαθημένοι να βλέπουμε την αλυσοδεμένη, την υποταγμένη μορφή του θεριού, αλλά εκεί – εκεί μπορούσες να δεις ένα πράγμα θηριώδες και ελεύθερο. Ήταν απόκοσμο, και οι άνθρωποι ήταν – όχι, δεν ήταν απάνθρωποι. Για να πω την αλήθεια, αυτό ήταν το χειρότερο – αυτή η υποψία πως ήταν απλώς άνθρωποι. Σου γεννιόταν σιγά σιγά. Ούρλιαζαν και πηδούσαν και γύριζαν γύρω γύρω και έκαναν απαίσιες γκριμάτσες, αλλά αυτό που με συγκλόνιζε ήταν η επίγνωση πως ήταν άνθρωποι – όπως εσύ – η επίγνωση της μακρινής σου συγγένειας μ’ αυτή την ξέφρενη και παθιασμένη οχλοβοή. Άσχημο; Ναι, ήταν και παραήταν. Αν όμως ήσουν άντρας, το παραδεχόσουν ότι υπήρχε μέσα σου κάποιο, έστω ελάχιστο, ίχνος απόκρισης στην τρομερή ειλικρίνεια αυτής της φασαρίας, η αμυδρή υποψία πως είχε νόημα και πως εσύ – εσύ που ήσουν τόσο μακριά από τη νύχτα των πρώτων αιώνων – το καταλάβαινες. Και γιατί όχι; Το ανθρώπινο μυαλό είναι ικανό για όλα – αφού όλα βρίσκονται μέσα του, όλο το παρελθόν και όλο το μέλλον. Και τι ήταν άλλωστε αυτό το φοβερό; Χαρά, φόβος, λύπη, ευσέβεια, οργή, παλικαριά – ποιος ξέρει; – υπήρχε όμως αλήθεια – γυμνή αλήθεια – χωρίς τα πέπλα που συσσώρευσε πάνω της ο χρόνος. Άσε τους αφελείς να μένουν με το στόμα ανοιχτό και να φρίττουν – όποιος είναι άντρας αληθινός ξέρει, και μπορεί να κοιτάζει ατάραχος. Πρέπει όμως να είναι άντρας όσο τουλάχιστον ήταν κι αυτοί εκεί στην όχθη. Πρέπει να αντικρίσει αυτή την αλήθεια με τη δική του αληθινή ουσία – με τη δική του έμφυτη δύναμη. Οι αρχές δε φτουράνε. Επίκτητα πράγματα, φορεματάκια, όμορφα κουρέλια που διαλύονται στο πρώτο ταρακούνημα. Όχι, χρειάζεσαι μια αυθεντική πεποίθηση. Κάτι που με καλεί στον δαιμονισμένο αυτό σαματά – υπάρχει; Ωραία λοιπόν, το ακούω, το παραδέχομαι, αλλά έχω κι εγώ ένα λόγο να πω, και ό,τι και να γίνει, τη δική μου τη φωνή κανείς δε θα την κάνει να σωπάσει. Ο αφελής βέβαια, τι με την τρομάρα του, τι με τα λεπτά του αισθήματα, είναι πάντα ασφαλής. Ποιος κάγχασε; Αναρωτιέστε γιατί τάχα δεν κατέβηκα στην όχθη να χορέψω κι εγώ και να τσιρίξω; Ε, ναι – δεν κατέβηκα. Λεπτά αισθήματα, νομίζετε; Σιγά τα λεπτά αισθήματα! Δεν προλάβαινα. Έπρεπε να τρέχω πέρα δώθε με λουρίδες από μάλλινη κουβέρτα και στουπέτσι για να φασκιώνω τους τρύπιους ατμοσωλήνες – καταλαβαίνετε; Έπρεπε να έχω το νου μου στο τιμόνι και να παρακάμπτω εκείνους τους βουλιαγμένους κορμούς, και να έχω αυτό τον τενεκέ να τσουλάει ήθελε δεν ήθελε…» (σσ. 59-63).

Ο Ευρωπαίος Κουρτς. «Η μάνα του ήταν μισή Αγγλίδα και ο πατέρας του μισός Γάλλος. Η Ευρώπη σύμπασα είχε συνεισφέρει στο πλάσιμο του Κουρτς. Και λίγο λίγο έμαθα πως η Διεθνής Εταιρεία για την καταστολή των Αγρίων Ηθών είχε, εξαιρετικά εύστοχα, εμπιστευτεί σ’ αυτόν τη σύνταξη μιας έκθεσης με οδηγίες επί του πρακτέου» (σελ. 85).

«Δεν αποκαλύπτω εμπορικά μυστικά. Πάντως, ο Διευθυντής είπε ύστερα ότι οι μέθοδοι του κυρίου Κούρτς είχαν καταστρέψει την περιοχή. Δεν έχω γνώμη πάνω σ’ αυτό, εκείνο όμως που θέλω να καταλάβετε είναι πως δεν απέφερε κανένα απολύτως κέρδος το στήσιμο αυτών των κεφαλιών εκεί πέρα. Έδειχνε μόνο ότι ο κύριος Κούρτς δεν είχε κανέναν αυτοέλεγχο όταν επρόκειτο για την ικανότητα των διαφόρων ορέξεών του, ότι κάτι του έλειπε — κάποια λεπτή ουσία, κι όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη γι’ αυτή, δε βρισκόταν, δεν υπήρχε πουθενά κάτω από την υπέροχη ευγλωττία του. Αν ήξερε κι ο ίδιος αυτό του το κουσούρι, δεν το ξέρω. Νομίζω πως του αποκαλύφθηκε την τελευταία στιγμή – μόλις την ύστατη στιγμή. Αλλά η άγρια ​​ζούγκλα το είχε διαπιστώσει από νωρίς, και είχε πάρει πάνω του αμείλικτη εκδίκηση για την απίθανη εισβολή. Νομίζω πως του ψιθύρισε για τον εαυτό του πράγματα που δεν ήξερε, πράγματα που δεν είχε διανοηθεί μέχρι που συμβουλεύτηκε εκείνη την απέραντη ερημιάκαι το ψιθύρισμά της στάθηκε ακαταμάχητα σαγηνευτικό. Αντήχησε μέσα του δυνατά, καθαρά, γιατί από μέσα ήταν όλος κούφιος… (σελ. 98).

«Προσπαθούσα να λύσω τα μάγια – την πανίσχυρη σαγήνη των άφωνων σειρών της άγριας ερημιάς που τον τραβούσαν στην ανελέητη αγκαλιά τους ξυπνώντας του ξεχασμένα και κτηνώδη ένστικτα, θυμίζοντάς του ικανοποιημένα και τερατώδη πάθη. Αυτά και μόνο, ήμουν βέβαιος, αυτά τον οδηγούσαν στις παρυφές του δάσους, στα χαμόδεντρα, στις λάμψεις από τις φωτιές, στον παλμό του τυμπάνου, στο βόμβο των αποκόσμων μαγικών επωδών αυτά και μόνο είχαν παρασύρει την άνομη ψυχή του έξω από τα όρια των επιτρεπτών φιλοδοξιών. Και το πιο τρομακτικό στη θέση που βρισκόμουν δεν ήταν μη μου ανοίξουν το κεφάλι – αν κι είχα οπωσδήποτέ πολύ ζωντανή την αίσθηση αυτού του κινδύνου – ήταν το ότι είχα να κάπου δεν μπορούσα να το εξορκίσω στο όνομα οποιουδήποτε καλού ή κακού. Έπρεπε, σαν τους νέγρους κι εγώ, να κάνω επίκληση σ’ αυτόν τον ίδιο – στη δοξασμένη και απροσμέτρητη κατάπτωσή του. Δεν υπήρχε τίποτα ούτε πάνω ούτε κάτω απ’ αυτόν, και το ήξερα. Είχε αποσπαστεί εντελώς από την γη, πανάθεμά τον! – την είχε κλοτσήσει μακριά, την είχε κάνει θρύψαλα. Ήταν ολομόναχος, κι εγώ εκεί που έστεκα μπροστά του δεν ήξερα αν πάταγα στο έδαφος ή αν έπλεα στον αέρα. Σας λέω αυτά που είπαμε – σας επανέλαβα τις φράσεις που ανταλλάξαμε – αλλά τι ωφελεί; Είναι απλά συνηθισμένα λόγια οι γνωστοί αόριστοι ήχοι που προφέρουμε απ’ την ώρα που ξυπνάμε ως την ώρα που κοιμόμαστε. Αλλά τι μ’ αυτό; Για μένα έκρυβαν μέσα τους την τρομερή υποβλητικότητα των λέξεων που ακούμε στα όνειρά μας, των φράσεων που ειπώθηκαν σε εφιάλτες. Ψυχή! Αν ποτέ άνθρωπος πάλεψε με ψυχή, αυτός είμαι εγώ. Και δεν είχα να κάνω με τρελό. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, το μυαλό του ήταν διαυγές – συγκεντρωμένο μεν στον εαυτό του με μια ένταση τρομακτική, αλλά διαυγή. Κι αυτό ήταν και η μόνη μου ελπίδα εκτός φυσικά αν τον σκότωνα επιτόπου, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν καλή ιδέα, αφού θα έκανε θόρυβο. Η ψυχή του όμως ναι — ήταν τρελή. Έχοντας μείνει μόνη της στην άγρια ​​ερημιά, είχε κοιτάξει μέσα της και μα το Θεό! στο λόγο μου, είχε παραφρονήσει. Έπρεπεγια τις αμαρτίες μου, κατά φαίνεταινα υποστώ τη δοκιμασία του να την κοιτάξω κι εγώ. Ούτε η πειστικότερη ευγλωττία δε θα ξετίναζε τόσο απόλυτα την πίστη στην ανθρωπότητα όσο το τελικό του ξέσπασμα ειλικρίνειας. Και πάλευε με τον εαυτό τουτο είδατο άκουσα. Είδα το ασύλληπτο μυστήριο μιας ψυχής που δε γνώριζε κανένα φραγμό, καμία πίστη και κανένα φόβο, κι ωστόσο πάλευε μανιασμένα με τον εαυτό της» (σσ.111-112).

Το καουτσούκ, το ελεφαντόδοντο, το δουλεμπόριο ήταν τα «δώρα» της αποικιακής εμπορικής κληρονομιάς του ευρωπαϊκού πολιτισμού. «Το ατλαντικό δουλεμπόριο ακολουθούσε ένα τριγωνικό σύστημα: πλοία από την Ευρώπη έπλεαν στη δυτική Αφρική μεταφέροντας βαμβακερά, σιδηρικά εργαλεία και όπλα (οι Δυτικοαφρικανοί χρησιμοποιούσαν αυτά τα όπλα για να συλλαμβάνουν δούλους), αυτά τα προϊόντα ανταλλάσσονταν με δούλους τους οποίους μετέφεραν στην Αμερική, από όπου τα πλοία επέστρεφαν στην Ευρώπη με ζάχαρη και αλλά αποικιακά προϊόντα» (Emma Marriot, 2015, Παγκόσμια ιστορία: μικρή εγκυκλοπαίδεια παγκόσμιας ιστορίας, σελ. 140). «Αυτό είναι το Κάστρο Κέιπ Κόουστ στη Γκάνα της Δυτικής Αφρικής, από όπου οι σκλάβοι με πλοία στέλνονταν στην Καραϊβική, στη Βόρεια Αμερική και αλλού στον κόσμο. Από αυτό το κάστρο 10.000 σκλαβωμένοι Αφρικανοί έφευγαν με πλοία κάθε χρόνο. Όλοι μαζί περίπου 60.000.000 εκατομμύρια Αφρικανοί υποδουλώθηκαν. Όποιος περνούσε αυτή την πόρτα δεν επέστρεφε, για αυτό ονομάστηκε «πόρτα χωρίς επιστροφή» (η αρχή του ντοκιμαντέρ Marley, 2012, σε σκηνοθεσία Kevin Macdonald. (περισσότερα για το τριγωνικό δουλεμπόριο σε εργασία μας «Επισκέψεις σε Χώρους Μνήμης του Διατλαντικού Εμπορίου Σκλάβων στην Ευρώπη, την Αφρική και την Αμερική» (σσ. 224), https://www.eduportal.gr/taxidi-slaves/

Δύο ήταν οι κεντρικές διαδρομές του δουλεμπόριου από την Αφρική προς την Αμερική (αλλά και ανατολικά προς την Αραβία, την Υεμένη, τον Περσικό Κόλπο, την Ινδία) όπως απεικονίζονται και στο AfricaMuseum στο Tervuren των Βρυξελλών: Α. Από τη Δυτική-Κεντρική Αφρική/Άνθρωποι Μπαντού/Bantu και Β. από τον κόλπο της Γουινέας τις ακτές της Δυτικής Αφρικής/Άνθρωποι Yoruba. Από ταξίδια μου και την παραμονή μου ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός τρία χρόνια στη Βραζιλία, κατέγραψα κάποιες από τις αφρικανικές παραδόσεις και τις ανεξάντλητες πολιτισμικές επιδράσεις που έφτασαν από την Αφρική στην Αμερική. Μπορείτε να παρακολουθήσετε τα δυο βίντεο: Α. Οι Άνθρωποι Μπαντού/Bantu στην Αμερική: https://www.youtube.com/watch?v=Qq36cjX00yo και το δεύτερο: Β. Οι Άνθρωποι Yoruba στην Αμερική,  https://www.youtube.com/watch?v=5Yuu7-XsFko&t=2s

Περισσότερα για την τέχνη της Αφρικής στη σειρά που δημοσιεύαμε για δυο χρόνια με τον τίτλο «ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ», η τέχνη 314 εθνοτικών ομάδων από πέντε ευρύτερες περιοχές της ηπείρου: ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΦΡΙΚΗ, ΑΚΤΕΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ, ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΦΡΙΚΗ, ΝΙΓΗΡΙΑ-ΚΑΜΕΡΟΥΝ, ΝΟΤΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΦΡΙΚΗ, στον σύνδεσμο: https://www.eduportal.gr/afrikaniki-techni-epilogos-o-aeras/

Ταινίες και ντοκιμαντέρ σχετικά με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό: Η Βασίλισσα της Αφρικής/The African Queen (1951), White King, Red Rubber, Black Death (2003), King Leopold’s Ghost (2006), Benda Bilili! (2010), Wild Congo (2014), Virunga (2014), City of Joy (2016),  This is Congo (2017), Congo: A Journey to The Heart of Africa (2019), Hotel Rwanda (2004). Βιβλία: Mark Twain-Τυράννων μονόλογοι, Τζόζεφ Κόνραντ-Η καρδιά του σκότους, Ρίσαρντ Καπισίνσκι-Έβενος, το χρώμα της Αφρικής, Ρόναν Μπένετ-Ουδέτερος παρατηρητής, Μάριο Βάργκας Λιόσα-Το όνειρο του Κέλτη, Γεώργιος Αντύπας-Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό, Adam Hochschild-King Leopold’s Ghost. A Story of Greed, Terror, and Heroism in Colonial Africa

Επίμετρο: κι όμως οι Αυτόχθονες ενέπνευσαν τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό

Ήταν μονόδρομος η βία, η λεηλασία και η υποτίμηση από τους Ευρωπαίους των λαών του Κονγκό, των Αφρικανών, των Αμερικανών, των Ασιατών, των Αυστραλών; Όλοι οι αυτόχθονες πολιτισμοί είχαν και έχουν μια απαράμιλλη ομορφιά, τη συναντάμε και σήμερα σε πολλά μέρη της γης και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως μια ιδιαίτερη μορφή νεωτερικότητας. «Ο αυτοχθονισμός, σαν μια διακριτή μορφή της πολιτικής της ταυτότητας μέσα στα μετά-αποικιακά κράτη, θα εξακολουθήσει ν’ αποτελεί μόνιμο φαινόμενο παρά την παγκοσμιοποίηση» (Jeffrey Sissons, 2006, Πρώτοι Λαοί: οι αυτόχθονες λαοί και το μέλλον τους», σελ. 61). Αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για όλους μας, ο κόσμος της αυτοχθονίας παραμένει πολυποίκιλος και πάντα σε διάλογο απέναντι στη μονοκαλλιέργεια του δυτικού πολιτισμού και της σκέψης. Αυτό συνέβη και τότε, στην πρώτη συνάντηση των λευκών και των αυτόχθονων. Ναι, πάντα οι αυτόχθονες μπορούσαν να κρίνουν το δυτικό πολιτισμό, τη δυτική σκέψη, τη θρησκεία, τους νόμους, και ακόμη, να εμπνεύσουν τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Αυτό έκανε στην Αμερική – όπως αναφέρουν οι συγγραφείς David Graeber και David Wengrow στο μνημειώδες έργο τους «Η Αυγή των Πάντων: Μια καινούρια ιστορία της ανθρωπότητας» (2023) – ο αυτόχθονας φιλόσοφος των Ουένταντ Καντιαρόνκ όπως καταγράφεται από τον Γάλλο αριστοκράτη Λαχοντάν, γιατί ναι, η ιστορία μπορεί να ξαναγραφεί.

«Ας δώσουμε, όμως, σε αυτό το σημείο τον λόγο στον ίδιο τον Καντιαρόνκ. Το πρώτο μέρος του Dialogues [1703] αφορά θρησκευτικά θέματα, στα οποία ο Λαχοντάν επιτρέπει γαλήνια στον συνομιλητή του να γκρεμίσει τις λογικές αντιφάσεις και την έλλειψη συνοχής των χριστιανικών δογμάτων για το προπατορικό αμάρτημα και τη λύτρωση, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της Κόλασης. Ο Καντιαρόνκ όχι μόνο σπέρνει αμφιβολίες για την ιστορικότητα των Γραφών, αλλά επίσης τονίζει διαρκώς το γεγονός ότι οι χριστιανοί διαιρούνται σε αναρίθμητες σέκτες, που η καθεμιά είναι πεπεισμένη πως έχει απόλυτο δίκιο και πως οι υπόλοιπες οδεύουν προς την Κόλαση. Για να πάρετε μια γεύση:

«Καντιαρόνκ: Έλα τώρα, αδελφέ μου. Μην ξεσηκώνεσαι […]. Είναι φυσικό για τους χριστιανούς να έχουν πίστη στις ιερές Γραφές, εφόσον από γεννησιμιού τους ακούν τόσα γι’ αυτές. Ωστόσο είναι, αν μη τι άλλο, λογικό για όσους έχουν γεννηθεί χωρίς τέτοιες προκαταλήψεις, όπως συμβαίνει με τους Ουέντατ, να εξετάζουν πιο προσεκτικά τα πράγματα. Όμως, αφού έσπασα το κεφάλι μου να συλλογίζομαι επί μία δεκαετία όσα μας έχουν πει οι Ιησουίτες για τη ζωή και τον θάνατο του γιου του Μεγάλου Πνεύματος, ο κάθε Ουέντατ θα μπορούσε να σου δώσει είκοσι λόγους εναντίον αυτής της ιδέας. Εγώ προσωπικά υποστήριζα πάντα πως αν ήταν δυνατόν να χαμηλώσει ο Θεός τις απαιτήσεις του αρκετά για να κατέβει στη Γη, θα το είχε κάνει σε πλήρη θέα όλων, κατερχόμενος θριαμβευτικά, με τιμές και μεγαλεία, και δημοσίως […]. Θα πήγαινε από έθνος σε έθνος κάνοντας σπουδαία θαύματα, δίνοντας έτσι σε όλους τους ίδιους νόμους. Τότε θα είχαμε όλοι την ίδια θρησκεία, ομοιόμορφα διαδεδομένη και εξίσου γνωστή στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αποδεικνύοντας στους απογόνους μας, από τότε και μέχρι 10.000 χρόνια στο μέλλον, την αλήθεια αυτής της θρησκείας. Αντιθέτως, υπάρχουν πεντακόσιες ή εξακόσιες θρησκείες, η καθεμιά ξεχωριστή από τις άλλες, εκ των οποίων, σύμφωνα με εσάς, μονάχα η θρησκεία των Γάλλων έχει κάτι καλό, ιερό ή αληθινό».

Το τελευταίο απόσπασμα αντικατοπτρίζει ίσως το πιο εύστοχο επιχείρημα του Καντιαρόνκ: την ασυνήθιστη έπαρση της ιησουίτικης πεποίθησης ότι ένα ον που είναι πανίσχυρο και παντογνώστης θα επέλεγε και όλα αυτά για χάρη ενός μόνο είδους ζωής, σχεδιασμένης ώστε να είναι ατελής, με ελάχιστους να σώζονται ούτως ή άλλως από την αιώνια καταδίκη.

Ακολουθεί ένα κεφάλαιο για το θέμα του δικαίου, όπου ο Καντιαρόνκ έχει την άποψη ότι οι τιμωρητικοί νόμοι ευρωπαϊκού τύπου, όπως το θρησκευτικό δόγμα της αιώνιας καταδίκης, δεν υπαγορεύονται από κάποιον έμφυτο εκφυλισμό της ανθρώπινης φύσης, αλλά από μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που ενθαρρύνει την εγωιστική και άπληστη συμπεριφορά. Ο Λαχοντάν φέρνει αντιρρήσεις: πράγματι, η λογική είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους, αλλά η ύπαρξη δικαστών και τιμωριών δείχνει ότι δεν είναι όλοι ικανοί να ακολουθήσουν τις προσταγές της:

«Λαχοντάν: Γι’ αυτό οι φαύλοι πρέπει να τιμωρούνται και οι καλοί πρέπει να ανταμείβονται. Αλλιώς ο κόσμος θα μαστιζόταν από δολοφονίες, ληστείες και συκοφαντίες, και, εν ολίγοις, θα γινόμασταν οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι επί του προσώπου της γης.

Καντιαρόνκ: Από μέρους μου, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς μπορεί να γίνετε πιο δυστυχισμένοι απ’ όσο ήδη είστε. Τι είδους άνθρωποι, τι είδους πλάσματα είναι οι Ευρωπαίοι, που αναγκάζονται να κάνουν το καλό και που αποφεύγουν το κακό μόνο και μόνο από τον φόβο της τιμωρίας; […]

Έχεις παρατηρήσει ότι δεν έχουμε δικαστές. Ποιος είναι ο λόγος γι’ αυτό; Λοιπόν, δεν κάνουμε ποτέ μηνύσεις ο ένας στον άλλο. Και γιατί δεν κάνουμε ποτέ μηνύσεις; Επειδή πήραμε την απόφαση να μη δεχόμαστε ούτε να χρησιμοποιούμε το χρήμα. Και γιατί αρνούμαστε να βάλουμε το χρήμα στις κοινότητές μας; Ο λόγος είναι αυτός: είμαστε αποφασισμένοι να μην έχουμε νομούς, διότι, από τότε που ο κόσμος έγινε κόσμος, οι πρόγονοι μας μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένοι χωρίς αυτούς».

Δεδομένου ότι οι Ουέντατ πιθανότατα είχαν νομικό κώδικα, μπορεί αυτό να φαίνεται υποκριτικό εκ μέρους του Καντιαρόνκ. Όταν λέει για νόμους, όμως, προφανώς αναφέρεται σε νόμους πειθαναγκαστικής ή τιμωρητικής φύσεως. Στη συνέχεια αναλύει τις αστοχίες » γαλλικού συστήματος δικαίου και επικεντρώνεται ιδιαίτερα στις νομικές διώξεις, τις ψευδομαρτυρίες, τα βασανιστήρια, τις κατηγορίες για μαγεία και τη διαφορετική δικαστική αντιμετώπιση πλούσιων και φτωχών. Καταλήγοντας, επιστρέφει στην αρχική παρατήρησή του: όλος ο μηχανισμός που προσπαθεί να εξαναγκάσει τους ανθρώπους να φέρονται καλά θα ήταν περιττός αν η Γαλλία δεν συντηρούσε επίσης έναν αντίθετο μηχανισμό που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να φέρονται άσχημα. Αυτός ο μηχανισμός αποτελούνταν από χρήματα, δικαιώματα ιδιοκτησίας και την επακόλουθη επιδίωξη του υλικού συμφέροντος:

«Καντιαρόνκ: Έξι χρόνια συλλογίζομαι την κατάσταση της ευρωπαϊκής κοινωνίας και δεν μου έρχεται στο μυαλό ούτε ένας τρόπος συμπεριφοράς που να μην είναι απάνθρωπος, και πραγματικά πιστεύω πως αυτό μπορεί να ισχύει μόνο όσο επιμένετε στον διαχωρισμό «δικό μου» και «δικό σου». Δηλώνω ότι αυτό που αποκαλείτε χρήμα είναι ο διάβολος των διαβόλων ο τύραννος των Γάλλων, η πηγή κάθε κακού ο όλεθρος των ψυχών και το σφαγείο των ζωντανών. Το να φαντάζεται κάποιος ότι μπορεί να ζήσει στη χώρα του χρήματος και να διατηρήσει την ψυχή του είναι σαν να φαντάζεται ότι μπορεί να διατηρήσει τη ζωή του στον βυθό μιας λίμνης. Το χρήμα είναι ο πατέρας της πολυτέλειας, της λαγνείας, της ίντριγκας, της εξαπάτησης, του ψεύδους, της προδοσίας, της ανειλικρίνειας – κάθε κακής συμπεριφοράς στον κόσμο. Οι πατεράδες πωλούν τα παιδιά τους, οι άντρες τις γυναίκες τους, οι γυναίκες προδίδουν τους άντρες τους, τα αδέλφια αλληλοσκοτώνονται, οι φίλοι είναι ψεύτικοι, και όλα εξαιτίας του χρήματος. Υπό το φως όλων αυτών, πες μου, δεν έχουμε δίκιο εμείς οι Ουέντα που αρνούμαστε να το ακουμπήσουμε και δεν θέλουμε καν να δούμε το ασήμι;»

Για τους Ευρωπαίους του 1703, αυτά έπεφταν πολύ βαριά. Μεγάλο μέρος της επακόλουθης συζήτησης δείχνει τον Γάλλο να προσπαθεί να πείσει τον Καντιαρόνκ για τα πλεονεκτήματα που θα υπήρχαν με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και τον Καντιαρόνκ να τον αντικρούει λέγοντας ότι οι Γάλλοι θα ήταν καλύτερα αν υιοθετούσαν τον τρόπο ζωής των Ουέντατ. «Σοβαρά φαντάζεσαι», λέει, «ότι θα ήμουν ευτυχισμένος αν ζούσα σαν τους κατοίκους του Παρισιού, κάνοντας δύο ώρες κάθε πρωί για να βάλω το πουκάμισό μου και να περιποιηθώ τον εαυτό μου, αν υποκλινόμουν κι έσκυβα το κεφάλι σε κάθε ενοχλητικό χοντράνθρωπο που θα αντάμωνα στον δρόμο, επειδή έτυχε να γεννηθεί με μια κληρονομιά; Πραγματικά φαντάζεσαι ότι θα μπορούσα να κουβαλώ ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα χωρίς τ να τα δώσω αμέσως στους ανθρώπους που πεινούν; Ότι θα έφερα σπαθί, αλλά δεν θα το γύμνωνα αμέσως μπροστά στην πρώτη ομάδα τραμπούκων που θα έβλεπα να μαζεύει τους άπορους για να τους αναγκάσει να καταταχθούν στο ναυτικό;» Αν, από την άλλη μεριά, ο Λαχοντάν υιοθετούσε τον αμερικανικό τρόπο ζωής, του λέει ο Καντιαρόνκ, ίσως χρειαζόταν κάποιο χρόνο για να προσαρμοστεί, αλλά στο τέλος θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένος. (Ο Καντιαρόνκ καλά τα έλεγε, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο οι άποικοι που υιοθετούνταν από αυτόχθονες κοινωνίες σχεδόν ποτέ δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω.)

Ο Καντιαρόνκ είναι μάλιστα πρόθυμος να υποστηρίξει ότι η Ευρώπη θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν διαλυόταν ολόκληρο το κοινωνικό της σύστημα.

«Λαχοντάν: Προσπάθησε για μία φορά στη ζωή σου να ακούσεις. Δεν βλέπεις, αγαπημένε μου φίλε, ότι τα έθνη της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς χρυσάφι και ασήμι, ή κάποιο παρόμοιο πολύτιμο σύμβολο; Χωρίς αυτά, οι ευγενείς, οι ιερείς, οι έμποροι και πολλοί άλλοι που δεν έχουν τη δύναμη να σκάβουν το χώμα απλώς θα πέθαιναν από πείνα. Οι βασιλιάδες μας δεν θα ήταν βασιλιάδες  τιστρατιώτες θα είχαμε; Ποιος θα δούλευε για βασιλιάδες, ή για οποιονδήποτε άλλο; […] Αυτό θα βύθιζε την Ευρώπη στο χάος και θα προκαλούσε τη μεγαλύτερη αθλιότητα και σύγχυση που μπορείς να φανταστείς.

Καντιαρόνκ: Ειλικρινά πιστεύεις ότι θα με μεταπείσεις επικαλούμενος τις ανάγκες των ευγενών, των εμπόρων και των ιερέων; Αν εγκαταλείπατε τις έννοιες «δικό μου» και «δικό σου», ναι, αυτές οι διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων θα εξανεμίζονταν τότε μια ομοιόμορφη ισότητα θα έπαιρνε τη θέση τους ανάμεσά σας, όπως συμβαίνει τώρα μεταξύ των Ουέντατ. Και, ναι, για τα πρώτα 30 χρόνια μετά την εξαφάνιση του συμφέροντος, χωρίς αμφιβολία θα βιώνατε πραγματικά μια κάποια απόγνωση, καθώς εκείνοι που ξέρουν μόνο να τρώνε, να πίνουν, να κοιμούνται και να χαίρονται θα μαράζωναν και θα πέθαιναν. Οι απόγονοί τους, όμως, θα ήταν κατάλληλοι για τον τρόπο ζωής μας. Δια- τύπωσα πολλές φορές τις ιδιότητες που εμείς οι Ουέντατ πιστεύουμε πως πρέπει να χαρακτηρίζουν την ανθρωπότητα -η σοφία, η λογική, η δικαιοφροσύνη, κ.λπ.- κι έδειξα ότι η ύπαρξη ξεχωριστών υλικών συμφερόντων αποτελεί πλήγμα σε όλα αυτά. Ο άνθρωπος που έχει κίνητρο το συμφέρον δεν μπορεί να είναι άνθρωπος της λογικής» (σσ.

79-83).

«[…] Σε μια τέτοια ιστορική αντιπαράθεση πολιτισμών που λαμβάνει χώρα στην ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής τον 17ο αιώνα, περιμένουμε να δούμε δύο αντικρουόμενες διαδικασίες. Από τη μια, είναι αναμενόμενο ότι οι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές αυτού του διαχωρισμού θα μάθουν ο ένας από τον άλλο και θα υιοθετήσουν τις ιδέες, τις συνήθειες και τις τεχνολογίες του. (Οι Αμερικανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν ευρωπαϊκά μουσκέτα ̇ οι Ευρωπαίοι άποικοι άρχισαν να υιοθετούν πιο ανεκτικές προσεγγίσεις στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.) Ταυτόχρονα, σχεδόν πάντα θα κάνουν επίσης το ανάποδο, διαλέγοντας ορισμένα σημεία αντίθεσης που τα διογκώνουν ή τα εξιδανικεύουν, και μάλιστα προσπαθώντας σε κάποια θέματα να φέρονται όσο το δυνατόν λιγότερο όμοια με τους γείτονές τους.

Η εστίαση του Καντιαρόνκ στο χρήμα είναι τυπική σε τέτοιες καταστάσεις. Μέχρι σήμερα, οι αυτόχθονες κοινωνίες που ενσωματώνονται στην παγκόσμια οικονομία, από τη Βολιβία ως την Ταϊβάν, σχεδόν απαρέγκλιτα διαμορφώνουν τις δικές τους παραδόσεις, όπως το θέτει ο Μάρσαλ Σάλινς, σε αντίθεση με τις παραδόσεις των λευκών, που «ζουν όπως ορίζει το χρήμα».

Όλα αυτά θα περνούσαν μάλλον στα ψιλά αν τα βιβλία του Λαχοντάν δεν ήταν τόσο πετυχημένα, όμως επρόκειτο να έχουν τρομερό αντίκτυπο στο ευρωπαϊκό συναίσθημα. Οι απόψεις του Καντιαρόνκ μεταφράστηκαν στα γερμανικά, τα αγγλικά, τα ολλανδικά και τα ιταλικά, και συνέχισαν να τυπώνονται, σε πλήθος εκδόσεων, για πάνω από έναν αιώνα.

Οι διανοούμενοι του 18ου αιώνα που σέβονταν τον εαυτό τους σχεδόν σίγουρα θα τις είχαν διαβάσει. Επίσης, τα βιβλία ενέπνευσαν πληθώρα απομιμήσεων. Το 1721, οι Παριζιάνοι θεατρόφιλοι συνέρρεαν για να δουν την κωμωδία L’arlequin sauvage (Ο άγριος αρλεκίνος) του Ντελίλ ντε λα Ντεβετιέρ. Ήταν η ιστορία κάποιου Ουέντατ που τον έφερε στη Γαλλία ένας νεαρός πλοίαρχος, όπου παρουσιαζόταν μια σειρά από αγανακτισμένους μονόλογους, στους οποίους ο ήρωας αποδίδει τη δεινά της γαλλικής κοινωνίας στην ατομική ιδιοκτησία, στο χρήμα, και ειδικά στην τερατώδη ανισότητα που κάνει τους φτωχούς δούλους των πλουσίων». Το έργο ανέβαινε σχεδόν κάθε χρόνο τις δύο επόμενες δεκαετίες.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν ότι σχεδόν όλες οι σημαντικές μορφές του γαλλικού Διαφωτισμού δοκίμασαν κι αυτές να κάνουν κριτική τύπου Λαχοντάν στην κοινωνία τους, από την οπτική γωνία κάποιου φανταστικού ξένου. Ο Μοντεσκιέ διάλεξε ένα Πέρση, ο μαρκήσιος ντ’ Αρζάν έναν Κινέζο ο Ντιντερό έναν Ταϊτινό ο Σατομπριάν έναν αυτόχθονα Νάτσεζ ο Αγαθούλης του Βολταίρου ήταν μισός Ουέντατ και μισός Γάλλος. Όλοι πήραν και ανέπτυξαν θέματα και επιχειρήματα δανεισμένα απευθείας από τον Καντιαρόνκ, εμπλουτισμένα με ατάκες από άλλους «ευγενείς άγριους», σε ταξιδιωτικές διηγήσεις. Όντως, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η πραγματική προέλευση του «δυτικού βλέμματος» -του ορθολογικού, υποτιθέμενα αντικειμενικού τρόπου για να βλέπει κάποιος τους παράξενους και εξωτικούς πολιτισμούς, που κατέληξε να χαρακτηρίζει την κατοπινή ευρωπαϊκή ανθρωπολογία- δεν βρίσκεται στις διηγήσεις των ταξιδιωτών, αλλά μάλλον στις ευρωπαϊκές διηγήσεις των φανταστικών δύσπιστων ιθαγενών, οι οποίοι ατενίζουν, με σμιγμένα τα φρύδια, τα εξωτικά αξιοπερίεργα της ίδιας της Ευρώπης» (σσ. 85-86).

«[…] Μερικά χρόνια αργότερα, ο Τιργκό [οικονομολόγος] θα ανέπτυσσε τις ίδιες ιδέες σε μια σειρά διαλέξεων για την παγκόσμια ιστορία. Ήδη υποστήριζε την πρωτοκαθεδρία της τεχνολογικής προόδου ως μοχλού συνολικής κοινωνικής βελτίωσης. Σε αυτές τις διαλέξεις εξέλιξε την άποψή του σε εξέλιξη, κατά τη συλλογιστική του, πάντα ξεκινά με τους κυνηγούς, μετά μια σαφή θεωρία των σταδίων της οικονομικής ανάπτυξης: η κοινωνική προχωρά σε ένα στάδιο νομαδικής κτηνοτροφίας, ύστερα στη γεωργία, και μόνο τότε περνά τελικά στο σύγχρονο στάδιο του αστικού εμπορικού πολιτισμού. Εκείνοι που παραμένουν ακόμα κυνηγοί, βοσκοί ή απλοί αγρότες νοούνται ως απομεινάρια των δικών μας προηγούμενων σταδίων κοινωνικής ανάπτυξης.

Με αυτόν τον τρόπο, οι θεωρίες της κοινωνικής εξέλιξης –πλέον τόσο γνώριμες ώστε σπανίως αναρωτιόμαστε για την προέλευσή τους- στην Ευρώπη ως άμεση απάντηση στη δύναμη πρωτοδιατυπώθηκαν της κριτικής των αυτόχθονων. Μέσα σε λίγα χρόνια, η ταξινόμηση από τον Τιργκό όλων των κοινωνιών σε τέσσερα στάδια εμφανιζόταν στις διαλέξεις του φίλου του και πνευματικού του συμμάχου Άνταμ Σμιθ στη Γλασκόβη, και συμπεριλήφθηκε σε μια γενική θεωρία της ανθρώπινης ιστορίας από τους συναδέλφους του Σμιθ, όπως ο λόρδος Κέιμς, ο Άνταμ Φέργκιουσον και ο Τζον Μίλαρ. Το καινούριο επιστημονικό παράδειγμα σύντομα είχε βαθιά επίδραση στο πώς οι Ευρωπαίοι στοχαστές, όπως και το ευρωπαϊκό κοινό γενικότερα, φαντάζονταν τους αυτόχθονες λαούς.

Παρατηρητές οι οποίοι πριν θεωρούσαν ότι οι τρόποι βιοπορισμού και κατανομής της εργασίας στις κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής ήταν ασήμαντα ζητήματα, ή στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας, πλέον άρχισαν να θεωρούν ότι ήταν τα μόνα που είχαν πραγματική σημασία. Όλες οι κοινωνίες θα κατατάσσονταν στην ίδια σπουδαία εξελικτική κλίμακα, ανάλογα με τον κύριο τρόπο απόκτησης τροφής. Οι «εξισωτικές» εξοβελίστηκαν στο κάτω μέρος αυτής της κλίμακας, όπου στην καλύτερη περίπτωση μπορούσαν ίσως να δώσουν μια εικόνα για το πώς ζούσαν οι μακρινοί πρόγονοί μας σίγουρα, όμως, δεν θα νοούνταν πια ως ίσοι συνομιλητές σε έναν διάλογο για το πώς οι κάτοικοι των εύπορων και ισχυρών κοινωνιών έπρεπε να φέρονται στο παρόν.

Ας σταθούμε μια στιγμή για να κάνουμε ανακεφαλαίωση. Στα χρόνια μεταξύ του 1703 και του 1751, όπως είδαμε, η κριτική των αυτόχθονων Αμερικανών για την ευρωπαϊκή κοινωνία είχε τρομερό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή σκέψη. Αυτό που άρχισε ως εκτεταμένη έκφραση οργής και απέχθειας από τους Αμερικανούς (όταν πρωτογνώρισαν τα ευρωπαϊκά ήθη) τελικά εξελίχθηκε μέσω χιλιάδων συζητήσεων που διεξήχθησαν σε δεκάδες γλώσσες -από τα πορτογαλικά ως τα ρωσικά-, σε μια θεώρηση για τη φύση της εξουσίας, την αξιοπρέπεια, την κοινωνική ευθύνη, και πάνω απ’ όλα, την ελευθερία. Καθώς γινόταν σαφές στους Γάλλους παρατηρητές ότι οι περισσότεροι αυτόχθονες Αμερικανοί έβλεπαν την προσωπική αυτονομία και την ελευθερία των πράξεων ως απόλυτες αξίες – και οργάνωναν τη ζωή τους με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιήσουν κάθε πιθανότητα να υποταχθεί ένα ανθρώπινο ον στη βούληση ενός άλλου, άρα θεωρούσαν τη γαλλική κοινωνία μια κοινωνία δύστροπων δούλων-, αυτοί οι παρατηρητές αντέδρασαν με πολλούς και διάφορους τρόπους.

Κάποιοι, όπως οι Ιησουίτες, καταδίκασαν απερίφραστα την αρχή της ελευθερίας. Άλλοι – άποικοι, διανοούμενοι και μέλη του αναγνωστικού κοινού στην πατρίδα την είδαν σαν μια προκλητική και θελκτική και κοινωνική πρόταση. (Τα συμπεράσματά τους σε αυτό το θέμα, παρεμπιπτόντως, δεν είχαν καμία ιδιαίτερη σχέση με τα συναισθήματά τους για τους αυτόχθονες πληθυσμούς, και συχνά χαίρονταν βλέποντάς τους να εξοντώνονται, παρόλο που, για να είμαστε δίκαιοι, υπήρχαν δημόσια πρόσωπα και από τις δύο πλευρές του πνευματικού διαχωρισμού που διαφωνούσαν ρητά με την επιθετικότητα εναντίον ξένων λαών.) Μάλιστα, η κριτική των αυτόχθονων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θεωρούνταν τόσο ισχυρή, ώστε όποιος είχε αντιρρήσεις για τις υπάρχουσες πνευματικές και κοινωνικές διευθετήσεις έτεινε να τη χρησιμοποιεί σαν όπλο επιλογής. Ήταν ένα παιχνίδι, όπως είδαμε, που το έπαιζαν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού.

Στη διαδικασία αυτή – και κάτι τέτοιο ήδη συνέβαινε με τον Λαχοντάν και τον Καντιαρόνκ-, η συζήτηση για την ελευθερία γινόταν ολοένα και πιο πολύ συζήτηση για την ισότητα. Πάνω απ’ όλα, όμως, οι αναφορές στη σοφία των «αγρίων» εξακολουθούσαν να είναι ένας τρόπος για να αμφισβητηθεί η υπεροψία της παγιωμένης εξουσίας: η μεσαιωνική βεβαιότητα που υποστήριζε πως η κρίση της Εκκλησίας και του καθεστώτος που στήριζε, έχοντας ενστερνιστεί την ορθή εκδοχή του Χριστιανισμού, ήταν σίγουρα ανώτερη από την κρίση οποιουδήποτε άλλου στη Γη.

Η περίπτωση του Τιργκό αποκαλύπτει ότι οι συγκεκριμένες έννοιες του πολιτισμού, της εξέλιξης και της προόδου -που καταλήξαμε να θεωρούμε ότι βρίσκονται στον πυρήνα της σκέψης του Διαφωτισμού είναι, στην πραγματικότητα, σχετικά μεταγενέστερες σε αυτή την παράδοση κριτικής. Και, το πιο σημαντικό, δείχνει πως η ανάπτυξη αυτών των εννοιών επήλθε ως άμεση ανταπόκριση στη δύναμη της αυτόχθονος κριτικής. Όντως χρειάστηκε τεράστια προσπάθεια για να περισωθεί εκείνη ακριβώς η αίσθηση της ευρωπαϊκής ανωτερότητας την οποία οι στοχαστές του Διαφωτισμού σκόπευαν να ανατρέψουν, να διαταράξουν και να εκθρονίσουν. Σίγουρα, στη διάρκεια του επόμενου αιώνα, κι ακόμα περισσότερο, αυτές οι ιδέες αποτέλεσαν μια εξαιρετικά πετυχημένη στρατηγική για να επιτευχθεί αυτό. Αλλά επίσης δημιούργησαν ένα συνονθύλευμα αντιφάσεων: παραδείγματος χάριν, το αλλόκοτο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες, αντίθετα από σχεδόν όλες τις άλλες στην ιστορία, αναγκάζονταν να διακηρύξουν την ίδια τους την εφημερότητα, ισχυριζόμενες πως ήταν απλώς προσωρινά οχήματα για να επιταχύνουν την πορεία των υπηκόων τους προς τον πολιτισμό – ή τουλάχιστον όσων υπηκόων δεν είχαν ξεπαστρέψει, σε αντίθεση με τους Ουέντατ» (David Wengrow και David Graeber, 2023, Η Αυγή των Πάντων – Μια Καινούρια Ιστορία της Ανθρωπότητας, σσ. 88-91).